Στη Μαριέττα Μουρούτη που τ' ανακάλυψε
Του Βασίλη Π. Κουτούζη
Δημοσιογράφου- Ερευνητή
Σήμερα 2012 που τα πάντα έχουν αλλάξει
– και συνεχώς αλλάζουν- στον Πειραιά- και οι παλιοί σχεδόν «έφυγαν», πολύ λίγοι
ξέρουν για το «Γιαχνί σοκάκι» του Πειραιά.
Επιβάλλεται,
λοιπόν, να συγκεντρώσουμε τα διάφορα διάσπαρτα στοιχεία, και μαζί με προσωπικά
μας βιώματα να τα παραδώσουμε σε κάθε ενδιαφερόμενο του μέλλοντος.
«Γιαχνί σοκάκι»
ονομαζόταν παλιά και με την……επισημότητα της τότε κοινωνίας, ο πρώτος παράλληλος
δρόμος (πάροδος) της Ακτής Μιαούλη, μεταξύ της σημερινής οδού 2ας Μεραρχίας και
του ναού του Αγίου Σπυρίδωνα, μήκους μόλις δύο οικοδομικών τετραγώνων, η
σημερινή οδός Αγίου Σπυρίδωνα με την μικρή κάθετο Δημοσθένους Πουρή.
Από
τη «σπεσιαλιτέ» «γιαχνί»
φαγητό
Η τούρκικη
ονομασία «γιαχνί σοκάκι» οφειλόταν στο γεγονός ότι εκεί υπήρχαν πολλά
εστιατόρια, η δε λέξη σοκάκι, τουρκική (Sokak = δρόμος, οδός, sokaki = πάροδος)
και την είχαν φέρει οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που δημιούργησαν και πολλά από
αυτά τα καταστήματα.
Οι μυρωδιές
από τα πολίτικα φαγητά, με πρώτο το και σήμερα γνωστό μας «γιαχνί» συνόδευαν
τα πάντα, τη συζήτηση, τα κουτσομπολιά, τις φωνές των γυρολόγων, το διάβα των
περαστικών από την περιοχή.
Το
προσφυγικό στοιχείο, έντονο
εκεί, και δεν ήταν λίγοι οι Σμυρνιοί που
άνοιξαν ένα μαγειρείο για να συνεχίσουν τη ζωή τους μετά τους διωγμούς από
τις Αλησμόνητες Πατρίδες. Πολλοί ιδιοκτήτες των μαγαζιών ήταν μάγειροι που είχαν
έρθει από τη Μικρά Ασία.
Το «γιαχνί σοκάκι»
ήταν το
μέρος όπου σπάνια θα έβλεπες παράγοντες του Πειραιά ή «ευυπόληπτους» και
αριστοκρατικούς πολίτες.
Στην ουσία
ήταν το στέκι των ναυτικών, Ελλήνων και ξένων
, όπως και μετέπειτα, που άφηναν για λίγο τη θάλασσα ή
που ήθελαν να μπαρκάρουν ξανά.
Το «γιαχνί
σοκάκι» συνδύαζε τις μοναδικές γεύσεις της προσφυγιάς με τον ήχο του
μπουζουκιού και την «πειραιώτικη» πραγματικότητα και
μαγκιά της εποχής.
Το μικρό
αυτό σοκάκι έχει δεκάδες ιστορίες να αφηγηθεί. Αλλά ποιος θα
μας τις μεταφέρει;
Εκεί υπήρχαν και τα ραφτάδικα για τους ναυτικούς, αλλά και τα τροχεία.
Τρία είδη καταστημάτων που έδιναν στην περιοχή το δικό της χρώμα.
Ήταν ακόμη
και το σημείο συνάντησης των πιτσιρικάδων που γνώριζαν ότι κάπου εκεί θα
έβρισκαν αυτό που θα τους έκανε «άντρες».Τα σπίτια της
Τρούμπας
ήταν ακριβώς δίπλα. Εντονο
κομμάτι της ιστορίας του Πειραιά που κατάργησε ο δήμαρχος
Σκυλίτσης.
Τις Κυριακές μετά τη
λειτουργία, πολύς κόσμος καθόταν δίπλα
στο «γιαχνί σοκάκι»
για ένα ούζο ή κρασί.
Υπήρξε κυψέλη
του λαϊκού τραγουδιού
Όσον και αν μπορεί να φανεί περίεργο, η περιοχή αυτή υπήρξε μια από τις
κυψέλες του ρεμπέτικου.
Ο ήχος του
μπουζουκιού ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Ο Μπάτης κυκλοφορούσε με το μπαγλαμαδάκι του, όπως και πολλοί άλλοι ρεμπέτες.
Ακόμη και
μέχρι που πέθανε το
1967, τα βήματά του τον έφερναν εκεί.
Τον είχα δει
πολλές φορές να τριγυρνάει εκεί. Τα γραφεία της πρώτης μου εφημερίδας
«ΣΦΑΙΡΟΣ» που εξέδωσα το 1962 ήταν στη γωνία Σωτήρος Διος και Φίλωνος, πίσω από τον Αγιο
Σπυρίδωνα, το παράθυρό μου έβλεπε στο «Γιαχνί σοκάκι». Ο
Μπάτης
έπινε τον καφέ του στο καφενείο του
Ρολογιού. Και κει,
Ποριώτης εγώ, Μεθενίτης αυτός, κοντοπατριώτες, όλο και μου έλεγε και καμιά
ιστορία, αλλά χωρίς μεγάλη "έκταση" και συνέχεια, ώστε να καταλάβεις τί
ήθελε να πει.
Εχω μεγάλη
ιστορία εγώ, μουρμούριζε, αλλά πέρασαν τα χρόνια....
Θυμάμαι τότες.... κι
ενώ πίστευες ότι θα σου ολοκληρώσει μια αφήγηση, τη διέκοπτε για να πει..."Δεν
βαριέσαι, τούτο μόνο μου έμεινε.." κι έδειχνε το μπαγλαμαδάκι του. Δεν
ήταν και πολύ ομιλητικός.....!
1955
Στο
διώροφο παραλιακό κτίριο λειτουργούσε
το ναυτικό πρακτορείο "ΑΔΑΜ". Στο τμήμα προς την εκκλησία υπήρχε το Καφενείο "ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΝ"
του Μπαλαμπάνου
- με το γιο του Αντώνη υπηρετούσαμε μαζί στο Λιμενικό -
που τα καλοκαίρια έβγαζε τραπέζια στον απέναντι
κήπο Θεμιστοκλέους ή Τινάνειο κήπο.
Το
καφενείο αυτό λόγω της θέσης του ήταν πολυσύχναστο.
Το κτίριο αυτό όπως αναφέρεται το είχε κτίσει ο Ανδρέας Μικούλης.
Όταν
η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του Κράτους ο Μιαούλης θέλησε να χτίσει σπίτι κοντά στη
θάλασσα. Το μόνο σημείο στον Πειραιά που δεν είχε έλη ήταν η περιοχή της Μονής.
Λέγεται όμως ότι οι εργολάβοι έβλεπαν στον
ύπνο τους έναν μοναχό ο οποίος τους ρωτούσε «γιατί του έκλειναν το σπίτι» και
αρνιόνταν να συνεχίσουν τις εργασίες, οπότε ο Μιαούλης
αναγκάστηκε να χτίσει το σπίτι μόνος του. Λίγο πριν τελειώσει, πολλοί Πειραιώτες,
είδαν στον ύπνο τους το μοναχό ο οποίος τους προειδοποιούσε ότι ο ιδιοκτήτης του
δεν θα προλάβει να κατοικήσει σ’ αυτό. Ο Μιαούλης πέθανε στις 11 Ιουνίου 1835
και δεν πρόλαβε να κατοικήσει στο σπίτι.
Στην
Ακτή
Μιαούλη από την οδό Δ.Πουρή και
προς τον Αγιο Νικόλαο ήταν τα καταστήματα ναυτικών ενδυμάτων και στολών
"Ναυτάκι" και "Μικράκι".
Εκεί έβρισκαν και οι μαθητές των γυμνασίων και των
ναυτικών σχολών τα πηλήκιά τους που ήταν υποχρεωτικά.
Μπροστά
στον Τινάνειο κήπο είχαν μόνιμη πιάτσα
οι λούστροι. Ενώ μέσα στον
κήπο δούλευαν οι
φωτογράφοι με τις παλιές μηχανές πάνω σε τρίποδα, με την
φυσούνα που ο φωτογράφος έβαζε το κεφάλι του κάτω από το
μαύρο πανί για να τραβήξει την φωτογραφία.
Μνήμες από τους νεώτερους
Ο Γιώργος
Κοινούσης που γεννήθηκε
στα Λειβάδια της Χίου το 1940 αφηγήθηκε το 2010:
«Μεγάλωσα
στην Τρούμπα, κοντά στον Άγιο Νικόλαο,
σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά. Θυμάμαι
την έλεγαν γιαχνί σοκάκι γιατί μπορούσες να δεις κάθε λογιό άνθρωπο. Ήταν
‘Έλληνες από όλα τα νησιά και ναυτικοί. Σχολείο πήγα μέχρι Δευτέρα δημοτικού.
Δεν έμαθα γράμματα όχι γιατί δεν ήθελα
αλλά εξαιτίας των συνθηκών. Δεν
συνδιαζόταν να κάνω και τον πατέρα της φαμίλιας μου και να φέρνω λεφτά στο σπίτι
και να πηγαίνω σχολείο .Τα πρώτα μου γράμματα- θυμάμαι, μου τα έγραφε η μάνα
μου. Έμαθα να συλλαβισμό από τους τίτλους των αθλητικών εφημερίδων ‘’Φως των
Σπορ’’ και ‘’Αθλητική Ηχώ’’».
Αναφορά στο «Γιαχνί σοκάκι» γίνεται σε βιβλία του Ηλία Πετρόπουλου και του Κώστα
Μουρσελά.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος γράφει:
«[...]
τα όσα μου λες για τα
μπουρδέλα
που βρισκόντουσαν στο Γιαχνί-σοκάκι (το λέγανε έτσι από τις μυρουδιές των λαϊκών
μαγειρείων) δίπλα στον Άγιο Σπυρίδωνα, όπου, στον κηπάκο μπρος στην εκκλησία,
κυκλοφορούσαν μόλις νύχτωνε διάφορες φτηνές καλντεριμιτζούδες, [...]»
Και ο Μουρσελάς (στο βιβλίο "Βαμμένα κόκκινα μαλλιά"):
«Αν
έστριβα αριστερά στην Ακτή Μιαούλη, θα έφτανα στις "Μυκήνες" [= ένα ξενοδοχείο].
Προτίμησα να πάω από τη Σπυρίδωνος, το Γιαχνί σοκάκι, όπως λεγόταν παλιά, να δω,
υπήρχαν ακόμα εκείνα τα ιμιτασιόν διώροφα νεοκλασικά, με τις πόρνες να λιάζονται
στα μπαλκόνια τους;»
Οι
"Πενηνταράκηδες"
Στο Γιαχνί σοκάκι, από το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ, σύχναζαν οι "Πενηνταράκηδες".
Με το
προσωνύμιο «Πενηνταράκης» ή «Πενηνταράκιας», (πληθυντικός Πενηνταράκηδες)
χαρακτήριζαν προπολεμικά
οι
Πειραιώτες κάποιους
αστυφύλακες
που μετά τη βάρδιά τους αναλάμβαναν να διεκπεραιώνουν ιδιωτικές υποθέσεις
πολιτών (νόμιμες ή και παράνομες) για τις οποίες όμως δεν γινόταν δίωξη ή δεν
ακολουθούσαν τη δικαστική οδό.
Τέτοιες
ιδιωτικές υποθέσεις ήταν κυρίως εκφοβισμοί, αλλά και εκβιασμοί ή το περισσότερο
σύνηθες είσπραξη χρημάτων από διάφορες υποθέσεις.
Οι
αστυφύλακες αυτοί αναλάμβαναν κάθε τέτοια υπόθεση έναντι αμοιβής μόλις 50 λεπτών
(της δραχμής)
ή κοινώς λεγόμενο ένα «πενηνταράκι»
και εξ' αυτού ονομάσθηκαν και «πενηνταράκηδες».
Την ημέρα
σύχναζαν κοντά στο
σταθμό του ΗΣΑΠ, τότε ΕΗΣ, ακριβώς απέναντι από τα
«Λεμονάδικα». Το δε
απόγευμα στο «γιαχνί σοκάκι».
Το
«πενηνταράκι» την εποχή εκείνη δεν ήταν και τόσο ευκαταφρόνητο ποσό, όπως σήμερα
που προκαλεί γέλιο, αν υπολογίσει κανείς ότι με το ένα δέκατο αυτού δηλαδή
κέρμα των 5 λεπτών, κοινώς λεγόμενο τότε μια «πεντάρα», μπορούσε ο κάτοχός του
να αγοράσει μία
εφημερίδα,
ή μία οκά
ντομάτες, ή να πιει ένα «ελληνικό
καφέ» σε
συνοικιακό
καφενείο - σε
πολυτελείας ο καφές είχε μια δεκάρα.
Τραγούδια για το «Γιαχνί σοκάκι»
Το «Γιαχνί
σοκάκι» όπου τα «δερβίσια» φόραγαν ανάριχτο σακάκι, μαύρη τραγιάσκα με κουμπί
και κρατούσαν μπεγλέρι, δεν μπορούσα να αφήσει
ασυγκίνητο το μπαγλαμά του Μπάτη, που έγραψε το τραγούδι του «Γιαχνί σοκάκι».
Ο
Μπάτης με τους μαθητές του έξω από το καφενείο του (Λεμονάδικα).
Ο Πειραιώτης
Κώστας Βίρβος έγραψε τον «Πειραιώτη» που για πρώτη φορά απέδωσε ο Γρηγόρης
Μπιθικώτσης:
Στον Πειραιά μεγάλωσα
μες στο Γιαχνί σοκάκι
με Αθηναίους μάλωσα
μες στου Καραϊσκάκη
της φάμπρικας ανάσανα
το μαύρο της καπνό
και μπήκα μες στα βάσανα
από παιδί μικρό
Είμαι βέρος Πειραιώτης
κι έχω χαρακτήρα πρώτης
κι αν θα μ’ αγαπάς κι εσύ
θα περνάς ζωή χρυσή
Από το Μάρκο άκουσα
τα πρώτα μου μεράκια
από μικρός στη θάλασσα
ήπια πολλά φαρμάκια
και ένα σπίτι απόχτησα
μες στην Αγιά Σοφιά
να σ’ έχω σαν αρχόντισσα
αγάπη μου γλυκιά
Είμαι βέρος Πειραιώτης
κι έχω χαρακτήρα πρώτης
κι αν θα μ’ αγαπάς κι εσύ
θα περνάς ζωή χρυσή
Ο Σαράντης
Τσιλιβερδής έγραψε το τραγούδι που μελοποίησε και εκτέλεσε για πρώτη φορά ο Πρόδρομος
Τσαουσάκης:
Κλάψε φτωχέ μου μπαγλαμά
κλάψτε κι εσείς μπουζούκια
γκρεμίσαν το Βαρβάκειο
μας κλείσαν τα κουτούκια
Κλάψε φτωχέ μου μπαγλαμά
το μάγκα με μπεγλέρι
μαύρη τραγιάσκα με κουμπί
και δίκοπο μαχαίρι
Κλάψε τους μάγκες τους παλιούς
μες στο Γιαχνί σοκάκι
που τα δερβίσια φόραγαν
ανάριχτο σακάκι
Κλάψε φτωχέ μου μπαγλαμά
το μάγκα με μπεγλέρι
μαύρη τραγιάσκα με κουμπί
και δίκοπο μαχαίρι
Μάγκες της νέας εποχής
όλοι συμμορφωθείτε
και τα δερβίσια τα παλιά
μην τα περιφρονείτε