Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΟ "ΕΥΚΟΛΟ" ΣΧΟΛΕΙΟ ΔΕΝ ΕΥΝΟΕΙ ΤΟΥΣ ΑΡΙΣΤΟΥΣ ΑΛΛΑ ΤΟΥΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΙΣΧΥΡΟΥΣ



  Σχοινς Φώτιος  

Τόν Φεβρουάριο το 2005 ο μαθητές τς Γαλλίας καναν μαζικές διαδηλώσεις μέ ποο ατημα λέτε; σο κι ν φαίνεται πίστευτο καί πρωτάκουστο μέ τό ξς κύριο ατημα: νά μήν μειωθον τά ξεταζόμενα μαθήματα, πως προτίθεται νά κάνει κεντροδεξιά κυβέρνηση τς Γαλλίας, στό Μπακαλορεά. Καταχωρίζουμε τό σχετικό ρθρο το Μιχάλη Μητσο πό τά Νέα: «Οι μαθητές, λέει ο πρώην υπουργός Παιδείας της Γαλλίας, Λυκ Φερρύ, είναι σαν την οδοντόπαστα. Όταν βγει από το σωληνάριο, δεν μπορείς να την ξαναβάλεις μέσα. Και οι Γάλλοι μαθητές έχουν βγει για άλλη μια φορά από το σωληνάριο. 

Προχθές το βράδυ, εκατό χιλιάδες από αυτούς διαδήλωσαν σε όλη τη Γαλλία φωνάζοντας τα παραδοσιακά συνθήματα, με αλλαγμένο μονάχα το όνομα του υπουργού Παιδείας: “Φιγιόν, να ᾿ξερες, τη μεταρρύθμισή σου πού τη βάζουμε” ή “Φιγιόν, τελείωσες, η νεολαία είναι στους δρόμους”. Τα πανό που κρατούσαν ήταν πιο πολιτικά: “Φιλελεύθερα σχολεία σημαίνει άνισα σχολεία” ή “Το κράτος δε θα βγάλει λεφτά από τη παιδεία”.

Πολλοί από τους περαστικούς, ιδίως εκείνοι πού είχαν λάβει μέρος στις διαδηλώσεις του ᾿68, τους χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό. Άλλοι κουνούσαν το κεφάλι τους, μην μπορώντας να κατανοήσουν το βασικό αίτημα των μαθητών: να συνεχίσουν να δίνουν κάθε Ιούνιο όλες τις εξετάσεις που προβλέπει το Μπακαλορεά για την εισαγωγή στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Οι εξετάσεις αυτές, στις οποίες υποβάλλονται κάθε χρόνο κάπου 620.000 μαθητές, αφορούν από οκτώ έως δώδεκα μαθήματα. Και ο υπουργός Παιδείας Φρανσουά Φιγιόν θέλει να τις μειώσει, δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στη συνεχή αξιολόγηση των μαθητών. Με άλλα λόγια, η κεντροδεξιά κυβέρνηση θέλει να ελαφρύνει ένα εκπαιδευτικό σύστημα ηλικίας δύο αιώνων και οι αριστεροί μαθητές και δάσκαλοι αντιδρούν, υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα οδηγήσει στην εμπορευματοποίηση και την παγκοσμιοποίηση της κρατικής εκπαίδευσης.
Το βασικό επιχείρημα εκείνων που αντιδρούν στη μεταρρύθμιση είναι ότι η κατάργηση των εξετάσεων, ή έστω ορισμένων από αυτές, θα επιτρέψει στους εργοδότες να διαλέγουν αποφοίτους από Λύκεια των πλουσίων περιοχών. Με τον τρόπο αυτό θα ενθαρρυνθεί ο ελιτισμός και θα δημιουργηθεί ένα σχολικό σύστημα δύο ταχυτήτων. “Δεν δεχόμαστε να γίνουν οι μαθητές κρέας για τα αφεντικά”, λέει χαρακτηριστικά ο 17χρονος Μανουέλ από το Lyceé Sophie Germain του Παρισιού. Κι αν το λεξιλόγιο αυτό είναι κάπως ξεπερασμένο, το βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση έχει θορυβηθεί. Οι περικοπές πόρων και μαθημάτων, αλλά και οι πρόσφατες επιχειρήσεις της αστυνομίας έξω από ορισμένα σχολικά συγκροτήματα, έχουν προκαλέσει την δυσαρέσκεια ολόκληρης της εκπαιδευτικής κοινότητας και πολλοί φοβούνται ότι οι αντιδράσεις της μπορεί να “μολύνουν” το δημοψήφισμα που θα πραγματοποιηθεί σε λίγους μήνες για το ευρωπαϊκό Σύνταγμα.
Ο υπουργός Παιδείας απαντά ότι δεν μπορεί να δεχθεί τα μεγάλα ποσοστά αποτυχίας που παρατηρούνται τελευταία στα γαλλικά σχολεία, για παράδειγμα στο μάθημα της Ορθογραφίας. Αλλά η Μοντ του συνιστά ψυχραιμία. Ακόμη και ο Προυστ και ο Φλωμπέρ έκαναν σωρεία ορθογραφικών λαθών σε νεαρή ηλικία, επισημαίνει η καλή εφημερίδα –δημοσιεύοντας για του λόγου το αληθές μερικά πρώιμα κείμενα των δύο συγγραφέων...». (Μιχάλη Μητσού, εφημερίδα Τα Νέα, 12/2/2005).
Ο Γάλλοι μαθητές συνειδητοποίησαν τοτο τό πλό καί ατονόητο: τό “εκολο σχολεο” ενοε τούς οκονομικά σχυρούς καί αρει δραματικά πέρ τν πλουσίων τό θεμελιδες ατημα κάθε δημοκρατικς κοινωνίας, τήν σότητα τν εκαιριν. δ στήν λλάδα μέ προεξάρχουσες τίς “σοσιαλιστικές” κυβερνήσεις, συναινοντος καί το λληνικο λαο, καθιερώθηκαν παράδεκτες καί γκληματικές διευκολύνσεις στούς λληνες μαθητές (λλά καί στούς φοιτητές, μεταπτυχιακούς καί ποψήφιους διδάκτορες) μέ ποτέλεσμα τό λληνικό σχολεο, λλά καί τά λληνικά Πανεπιστήμια νά μοιράζουν – κυριολεκτικά – τά πολυτήρια, πτυχία καί διδακτορικά. μεσο ποτέλεσμα εναι χι μόνο, ς εκός καί ατονοήτως, μάθεια, λλ᾿ κόμη τό λληνικό κπαιδευτικό σύστημα νά παράγει νέργους καί νά μή λειτουργε πλέον ς παράγοντας νοδικς κοινωνικς τροχις καί ναδιανομς το εσοδήματος. πόρροια τούτων εναι νά ενοονται ο οκονομικά σχυροί πού μπορον νά διοποιηθον πό λλο νωτέρας ποιότητος παιδεία καί νά δυσχεραίνεται τι περαιτέρω θέση τν οκονομικά μή προνομιούχων καί νά διαιωνίζεται τό χαμηλό κοινωνικό καί οκονομικό τους status.
Δυστυχς στήν λλάδα σότητα τν εκαιριν θεωρήθηκε – καί προωθήθηκε θεσμοθετημένα – ς σότητα πιδόσεων μέ ποτέλεσμα τήν κάθετη πτώση το πιπέδου τν παρεχομένων σπουδν, τήν σοπεδωτική ξίσωση κανν καί νίκανων, πιμελν καί μελν, φιλοπόνων καί φυγοπόνων, ταλαντούχων καί ταλάντων, τήν ποσκοράκιση τς ξιοκρατίας καί τήν νάδειξη τς κομματικοκρατίας ς το καθοριστικο παράγοντα κοινωνικς ναδείξεως. ν τέλει ν νόματι τς σότητος τν εκαιριν καταργήθηκε ατή σότητα τν εκαιριν. Εναι ραγε τυχαο τι στήν λλάδα χουμε τήν μεγαλύτερη ψαλίδα μεταξύ πτωχν καί πλουσίων στήν Ερωπαϊκή νωση;
Ο πέρμαχοι το εκολου σχολείου δυστυχς λησμονον τοτο τό πλό, ατονόητο καί συνάμα δραματικά ναπόδραστο: ν δέν λειτουργήσει κοινωνική κρισάρα μέσα στό σχολεο μέ τούς ρους καί τά κριτήρια πού θέτει τό διο τό σχολεο, θά λειτουργήσει ξάπαντος ξω πό τό σχολεο μέ ρους καί κριτήρια μή λέγξιμους πό τούς μαθητές καί ν γένει τούς μπλεκόμενους στούς κπαιδευτικούς θεσμούς. Τοτο λειτουργε μοιραα ες βάρος τν πιμελν καί κανν, λλά ταυτόχρονα καί ες βάρος τν κοινωνικά καί οκονομικά σθενν.
Εναι παρήγορο τι ο Γάλλοι μαθητές φυπνίζονται καί ντιδρον στήν ποβάθμιση τν σπουδν τους, ποία δρομολογεται μέσω τς “διευκολύνσεώς” των. σύγχρονη κπαίδευση εναι, πως χαρακτηριστικς χει γραφε καί τεκμηριωμένα ναλυθε, « κπαίδευση τς μάθειας» (Βλ. τό βιβλίο το Ζάν Κλώντ Μισεά, κπαίδευση τς μάθειας, μετάφραση γγελος λεφάντης, Βιβλιόραμα, θήνα 2002). Τό σύγχρονο, μαζικό, δημοκρατικό σχολεο εναι κυριολεκτικς επεν τό σχολεο τς μάθειας καί – πίπλέον σημειωθήτω – το χαβαλέ! δυνατε (σως δέ δέν θέλει κόμη, φο τσι εναι σχεδιασμένο) νά μορφώσει παρκς τό σύγχρονο παιδί. λειτουργία τς σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης οκονομίας δέν χρειάζεται μορφωμένους πολτες. να 2% το συχρόνου νθρώπινου δυναμικο, πού κατέχει μία ψηλότατη στάθμη παιδείας, ρκε γιά νά λειτουργήσει ποτελεσματικά τό παγκόσμιο σύστημα τς οκονομίας. τσι ντως πάρχει μία μικρή πιστημονική, τεχνική καί διαχειριστική λίτ πού τς προσφέρεται tittytainment διά στόματος το Ζ. Μπρεζίσκι – tittytainment σημαίνει διασκέδαση καί στήθη – tits εναι τά στήθη τς γυναίκας στήν μερικάνικη ργκό - κάτι νάλογο το «ρτος καί θεάματα», λλά μέ σαφ σεξουαλικά πονοούμενα (Ζάν Κλώντ Μισεά, ν. ν., σελ.36- 37).
άν θέλουμε παιδεία πού νά ξυπηρετε τά συμφέροντα τς κοινωνίας στήν λότητά της καί χι μις μικρς, οκονομικά κυρίαρχης, μερίδας της πρέπει νά τήν καταστήσουμε ποιοτικότερη, λλά καί παιτητικότερη. ναβάθμισή της προϋποθέτει παραβάτως, ν μή τήν διαβόητη ντατικοποίηση, τολάχιστον τήν λειτουργία ρισμένων κριτηρίων πού νά γγυνται ντικειμενικά καί διαμφισβήτητα τήν ποιότητά καί τό πίπεδό της.
πίσης θέλω νά σχολιάσω ν κρ συντομί καί να συναφές θέμα πού προκύπτει πό τό νωτέρω σημείωμα το κ. Μ. Μητσο: πουργός Παιδείας τς Γαλλίας, πειδή παρατηρονται μεγάλα ποσοστά ποτυχίας στό μάθημα τς ρθογραφίας, γιά νά μή φανε προφανς γύμνια το κπαιδευτικο συστήματος, καταργε τίς ξετάσεις. Τό διο κάνουμε καί δ στήν λλάδα· ν δέν καταργομε τίς ξετάσεις, τίς πλοποιομε σέ βαθμό παξιώσεώς τους θέτοντας γελοα θέματα πρός ξέταση, κριβς γιά νά μή φανε παγκοίνως ποτυχία καί ναποτελεσματικότητα το κπαιδευτικο μας ζητήματος. Δυστυχς τό διο κάνει καί μερίδα τς κκλησιαστικς Διοικήσεως καί ρισμένη μερίδα τς θεολογικς διανοήσεως: πειδή ο νέοι δέν κατανοον τήν κκλησιαστική γλσσα τν ερν λειτουργικν κειμένων τήν πλοποιομε, πονευρώνοντας, ποβαθμίζοντάς, ποϊεροποιώντας την καί – νίοτε – διαστρεβλώνοντας τό νοηματικό περιεχόμενο το πρωτοτύπου της. τακτική ατή τς Πολιτείας καί (μερίδος ετυχς) τς κκλησίας εναι λέθρια: ντί νά προσπαθήσουμε νά νεβάσουμε τούς νέους σ᾿ να ψηλό παιδευτικό πίπεδο προσαρμόζουμε ατό στά μέτρα τν νέων – καί ατό θεωρεται “προοδευτικότητα” καί “δημοκρατικότητα” σον φορ τήν Πολιτεία καί σον φορ τήν κκλησία πιβεβλημένη ποιμαντική οκονομία καί φιλάνθρωπη συγκατάβαση πρός τούς νέους! ν τοιαύτ περιπτώσει ταν εμαστε ρρωστοι καί ζητ γιατρός νά κάνουμε ξετάσεις νά μήν κάνουμε καθόλου τίς παραίτητες ξετάσεις, γιά νά διαπιστωθε κατάσταση το ργανισμο μας ετε νά προσαρμόζουμε τίς φυσιολογικές τιμές στίς δικές μας νοσώδεις τιμές!
Θά κλείσω μέ ρισμένες πόψεις το ωάννη Συκουτρ πού, μολονότι γράφησαν πρό γδόντα περίπου χρόνων, καί κ πρώτης ψεως φαίνονται ντιδραστικές, ν τούτοις διατηρον τήν πικαιρότητά καί τήν φοπλιστική σχύ τους: «Καί μως, ποκρούων ς ναληθ τήν μομφήν ταύτην, θά χαιρέτιζα μετά διαιτέρας χαρς κάθε μέτρον – καί οκονομικόν στω – πού θά διδεν ες τήν μέσην καί νωτάτην μας κπαίδευσιν χαρακτρα ριστοκρατικώτερον. Θ᾿ πήλλατε τό γυμνάσιον καί τό Πανεπιστήμιον πό τόν χρηστον χλον τν μετριοτήτων, τάς ποίας εκολία τς σπουδς οκονομική ποσπ πό τά παγγέλματα τν πατέρων των, ες τά ποα χρησιμώτεροι θά σαν πρός τήν θνικήν λότητα. φ᾿ τέρου δέ θά δημιούργει λικούς πόρους πρός πλουτισμόν καί τελειοτέραν διαρρύθμισιν τν διδακτηρίων καί τν διδακτικν μέσων καί πρός πληρεστέραν λικήν νίσχυσιν ληθινά διοφυν πόρων σπουδαστν. Τά οκονομικά τατα μέτρα – σιωπηρς φαρμοσθέντα ες τά γυμνάσια το ποδούλου λληνισμο μέ ριστα ποτελέσματα – δέ θά θιγον βεβαίως ριθμόν τινα πλουσίων νικανοτήτων. λλά κέρδος θά το νά περιορισθον αται, στω καί κατά τόν ριθμόν – τόν πολύ μεγαλύτερον – τν πορωτέρων, τούς ποίους λλωστε κατόπιν δέν θά συντηρ το πατρός τό βαλάντιον κληρονομία, λλ᾿ τυχής δημόσιος προϋπολογισμός. Διότι λλο πό θεσιθήρας καί δημοσίους παλλήλους δέν εναι κανοί νά γίνουν». ( Tadeuz Zielinski, μες καί ο ρχαοι, μετάφραση καί πιλεγόμενα ωάννου Συκουτρ, κδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 217-218).
Πηγή: Aντίφωνο, *δημοσιεύθηκε στήν φημερίδα Χριστιανική τόν Μάϊο το 2005.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΑΜΕ ΤΟΝ ΠΑΝΙΩΝΙΟ















Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΝΙΩΝΙΟ
Ο Αλέξης Σπυρόπουλος πήγε στη Νέα Σμύρνη. Και βάζει σε ένα κείμενο όλα τα “γιατί”, όσα τον συνδέουν με τον Πανιώνιο και, τελικά, εξηγούν τι είναι Πανιώνιος. 

Αναδημοσίευση από gazetta.gr

Ελληνικό πρωτάθλημα εφέτος, δύο ματς έχω δει. Πανιώνιος-Παναθηναϊκός την άλλη φορά, Πανιώνιος-Πανθρακικός τώρα. Άλλο, «ουδέν οίδα». Πανιώνιο, δεν πάω για το ποδόσφαιρο. Τις ανάγκες των αισθήσεων που το ποδόσφαιρο μπορεί να μου εξυπηρετήσει, θα βρω αλλιώς για να τις ικανοποιήσω. Δεν θα τις φορτώσω στον Πανιώνιο. Θα ένιωθα και ανόητος να το έκανα.
Για παράδειγμα ο αγώνας με τον Πανθρακικό ήταν, εν περιλήψει, το εξής. Να ‘μουν για μία μόνον ημέρα, αυτή την Κυριακή, ο πρόεδρος, να είχα πολλά λεφτά, να έβαζα μετά στις εξόδους πέντε γλυκά κορίτσια που θα ‘διναν είκοσι ευρώ στον καθένα θεατή ενώ έβγαινε, ένα χαμόγελό τους για αποζημίωση, και μία συγγνώμη για ό,τι (δεν) είδαν.
Αλλά δεν με πειράζει. Το ποδόσφαιρο. Ούτε τ’ αποτελέσματα. Αν λατρεύεις το κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθησιν αποτέλεσμα, πηγαίνεις αλλού. Στον Πανιώνιο, εφόσον τον επιλέγεις, εκ των προτέρων ξέρεις ότι θα δεις νίκες, θα δεις ήττες, θα δεις ισοπαλίες. Τα φυσιολογικά, δηλαδή, στο άθλημα των τριών αποτελεσμάτων.
Και τους παίκτες, αυτούς που μπορεί η ομάδα εκάστοτε να διαθέτει, απλώς τους αγαπώ. Μου αρκεί ότι φοράνε τη φανέλλα. Δεν τους κρίνω, πολύ περισσότερο δεν τους επικρίνω. Μου είναι, δε, πολύ πιο εύκολο ν’ αγαπώ αυτούς που βλέπω τώρα. Ελληνόπουλα, ένα τσούρμο. Τον Αραβίδη. Τον Αυλωνίτη. Τον «Καραγκούνη των φτωχών» Μενδρινό. Τον Καμπάνταη. Τα πιτσιρίκια. Κι όσα απ’ τα πιτσιρίκια είναι άξια και φύγουν, ας έχουν τον άνεμο στα πανιά τους. Οι περισσότεροι άλλωστε, απ’ όσους φεύγουν, είναι διαπιστωμένο ότι, εκεί που πηγαίνουν, παραμένουν φορείς και ως εκ τούτου γίνονται οι καλύτεροι διαφημιστές του ιού-Πανιώνιος.
Ο Πανιώνιος είναι άλλο. Είναι το, δυο φορές το μήνα, αυθόρμητο κι ανομολόγητο ραντεβού της τοπικής κοινωνίας. Εκείνη η εικόνα, με τον κόσμο έξω, να περπατά απ’ τους διαφορετικούς δρόμους της γειτονιάς, ταυτόχρονα προς την κοινή κατεύθυνση. Και να ξέρουν όλοι, ποια είναι η κατεύθυνση. Όπως τη νύχτα στην Ανάσταση, ένα πράγμα.
Είναι ότι θα δεις τον φούρναρη, τον καφετζή, αυτόν με το ψιλικομάγαζο, αυτόν που έχει το ελληνάδικο, ή το φροντιστήριο, θα δεις τον τραπεζικό που σ’ εξυπηρετεί, τον δάσκαλο της Λεοντείου, τον Τσιάπη, πατέρα και γιο, θα δεις τα παιδιά της Ακαδημίας με τους γονείς και με τους προπονητές τους, τον αιώνιο δήμαρχο Κηφισιάς, τον Χιωτάκη, ανίατο Πανιώνιο. Θα δεις τον υιό Σταματελάτο. Τον υιό Γρηγόρη Λαμπράκη. Τον Λουκά, ακόμη. Αν τυχαίνει να είναι εν Ελλάδι και αν δεν παίζει την ίδια ώρα η Λίβερπουλ.
Θα δεις τον Χάιτα με τον Δέδε και τον Σκρέκη, αν είσαι τυχερός μπορεί να δεις και τον Ζαφείρη Κάκαρη, θα δεις δίπλα-δίπλα (όπως τότε) τον Χαλκίδη και τον Εμβολιάδη, θα δεις μπροστά απ’ αυτούς (όπως τότε) τον Μπάμπη Σαϊπά. Θα δεις, εννοείται, τον Αρη Μισαηλίδη. Τον Λίμα, τον Μανίκα, τον γιο του Μανίκα, τον Νίκο Παντελή που τούτη την εποχή συμβαίνει να είναι ο προπονητής. ‘Η, απ’ τους μεταγενέστερους, τον Κουτρόπουλο, τον Ναλιτζή, τον Χασιώτη. Αλλά και τον Εβανς-Παυλόπουλο. Ξέρεις, πού θα βρεις ποιον. Θα μιλήσεις. Θ’ ακούσεις. Θα μάθεις τα μικρά νέα. Θα χαρείς τους Πάνθηρες, που είναι υπέροχοι. Ιδίως, όταν θέλουν να είναι υπέροχοι.
 Ο Πανιώνιος είναι πτυχή της ζώσας καθημερινότητας. Όπως πηγαίνουν τα παιδιά σχολείο στη Νέα Σμύρνη, όπως πηγαίνουν τα παιδιά αθλητισμό στα σωματεία της Νέας Σμύρνης, όπως θα βγεις και θα στηρίξεις τα μαγαζιά της Νέας Σμύρνης, όπως θ’ ακολουθήσεις τον επιτάφιο και θα ‘ναι ο επιτάφιος της Αγίας Φωτεινής ή της Αγίας Παρασκευής, όπως θα πας Πλατεία και θα ‘ναι της Νέας Σμύρνης η πλατεία. Όπως δεν έχεις καμία δουλειά για τέτοια πράγματα να καταφεύγεις στο κέντρο ή αλλού, έτσι κι ο Πανιώνιος. Δεν έχεις καμία δουλειά, να στηρίξεις κάτι άλλο.
Δύο πράγματα μ’ ενδιαφέρουν. Να έχει ο Πανιώνιος, το ένα, συνείδηση και συναίσθηση ποιος είναι ο ρόλος του. Γιατί, εν τέλει, υπάρχει. Το δεύτερο, το πλαίσιο γύρω-γύρω. Η ατμόσφαιρα. Η οσμή. Ο ρόλος του Πανιώνιου είναι, να λειτουργεί ως πόλος στα νότια. Να μαζεύει. Παιδιά και νέους. Ο Πανιώνιος δεν υπάρχει για να πάρει ένα πρωτάθλημα στο μπάσκετ γυναικών ή για να παίξει ένα ευρωπαϊκό τελικό στο πόλο ανδρών. Κι αυτά, όποτε δίνεται σαν πολυτέλεια η δυνατότητα, καλά είναι. Αλλά δεν είν’ αυτά, τα βασικά. Το βασικό είναι η κοινωνία. Το σφιχταγκάλιασμα του Πανιώνιου με την κοινωνία. Είναι εκείνο το μελίσσι που απολαμβάνω ν’ ακούω το βουητό του, ακόμη και το χάος που προκαλεί στους στενούς δρόμους, απογεύματα, την οποιαδήποτε καθημερινή, με αγόρια-κορίτσια και μανάδες-πατεράδες-παππούδες να τρέχουν. Στην πισίνα, στην ενόργανη, στο μπάσκετ, στο τζούντο, στο βόλεϊ, στον στίβο, στο σκάκι, στο ποδόσφαιρο.
Επειτα, η οσμή. Οι, περί το ματς με τον Πανθρακικό, «σεμνές και ταπεινές» εκδηλώσεις για την 123η επέτειο της ίδρυσης. Η μαύρη εμφάνιση των παικτών, οι μαύρες κορδέλες στην εξέδρα, τα χαρτόνια με γραμμένες επάνω τις πόλεις απ’ τις χαμένες πατρίδες, Εφεσος, Πέργαμος, Αντιόχεια, το πανό Τρεις Αιώνες, Δύο Ηπειροι, Μία Ομάδα, τα σμυρνέικα τραγούδια στο μεγάφωνο, ύμνος στη Μικρά Ασία, Καλδάρας. Αυτό. Το πλαίσιο. 
Δεν νοείται, ότι στα έγκατα του γηπέδου λειτουργούσε για χρόνια, τάχα ίντερνετ-καφέ, επί της ουσίας χαρτοπαικτική λέσχη. Τα έγκατα του γηπέδου είναι χώρος που προσφέρεται για δρώμενα. Σαν τον Γαλαξία, στην Πλατεία. Μια προβολή, μια έκθεση, μία παράσταση, μία εκδήλωση ωδείου. Ο Πανιώνιος έχει να προσελκύσει εκεί τους μουσικούς που είναι και οπαδοί του, ν’ αναβιώσει ο Ορφέας, ο σύλλογος-προπομπός του Πανιώνιου Γυμναστικού. Εχει να προσελκύσει τους σκηνοθέτες που είναι και οπαδοί του, τους κινηματογραφιστές που είναι και οπαδοί του, τους ηθοποιούς που είναι και οπαδοί του. Γιατί ό,τι μαζεύεις στα έγκατα, αυτά θ’ ανεβούν ύστερα και στην κερκίδα. Διαλέγεις. Τι θέλεις να έχεις. Σε έγκατα και κερκίδα. 
Οι ποδοσφαιριστές την Κυριακή, σε παράταξη μπροστά στον κόσμο, κράτησαν στα χέρια μια μακρόστενη ασπρόμαυρη απεικόνιση, καταπληκτική φωτογραφική απεικόνιση, της παραλίας της Σμύρνης πριν την Καταστροφή. Αυτά, ο Πανιώνιος δεν αντέχει να τ’ αποχωριστεί. Δίχως τον Τσακίρη, ή όποιον άλλον σαν τον Τσακίρη, μπορεί να επιζήσει. Δίχως τις αναφορές του, την προσφυγή στις ρίζες, όχι.
 Η Κυριακή ήταν ήδη, μονάχα μ’ αυτά, μια πολύ ωραία ημέρα στο γήπεδο. Κι αν έκανε λάθος ο Λαμπρόπουλος και μπήκε γκολ, δεν βαριέσαι. Επανόρθωσε, άλλωστε… 

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ - 1977





Συναυλία που δόθηκε στο θέατρο Λυκαβητού το 1977
Τραγούδι : ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ
Ψάλτης : ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΛΟΥΜΠΗΣ
Αφηγητής: ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ
Μπουζούκι: ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ - ΛΑΚΗΣ ΚΑΡΝΕΖΗΣ

Διεύθυνση: ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ


✥ Η ΓΕΝΕΣΙΣ 01:42

 ✥ ΤΑ ΠΑΘΗ
α) ΙΔΟΥ ΕΓΩ ΛΟΙΠΟΝ 07:32
β) Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ 10:05 (M.Κατράκης)
γ) ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ 14:34
δ) ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΜΟΥ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ 18:06 "Γρηγόρη ατελείωτε"
ε) ΜΕ ΤΟ ΛΥΧΝΟ ΤΟΥ ΑΣΤΡΟΥ 23:48 " Πού να βρω.. 24:36 "
ζ) Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ 26:50 (M.Κατράκης)
η) ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ 29:22
θ) ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ (ορχήστρα) 34:20
ι) ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑTΑ 37:35
κ) ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ 40:41
λ) ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ 43:56 (M.Κατράκης)
μ) ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ 47:56
ν) ΣΕ ΧΩΡΑ ΜΑΚΡΙΝΗ 51:36

✥ ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (το δοξαστικόν) 54:01

01:07:52 ... Αιέν ο κόσμος ο μικρός, Ο ΜΕΓΑΣ

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ




Γιώργος Σεφέρης «Τελευταίος Σταθμός»

Όταν τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε στο Κάιρο. Ο Γ. Σεφέρης, που ήταν διπλωματικός υπάλληλος, την ακολούθησε και από την υπηρεσιακή του θέση (στο Κάιρο και την Πραιτόρια της Ν. Αφρικής) έζησε τις διπλωματικές ζυμώσεις μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών και των συμμάχων, οι οποίες αφορούσαν το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας. Στα ημερολόγιά του, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του με τον τίτλο Μέρες και Πολιτικό Ημερολόγιο, έχει καταγράψει τους πολιτικούς αυτούς αγώνες, τις δολοπλοκίες και τους καιροσκοπισμούς ανθρώπων και υπηρεσιών, σε μια εποχή που η Ελλάδα με την Αντίστασή της συνέχιζε τον αγώνα εναντίον των κατακτητών και υπέφερε τα πάνδεινα (πείνα, εκτελέσεις, βασανιστήρια, πυρπολήσεις κτλ.). Οι εμπειρίες αυτές του Σεφέρη βρίσκουν την ποιητική τους έκφραση στα ποιήματα της συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄». Τελευταίο ποίημα της συλλογής είναι ο Τελευταίος Σταθμός, γραμμένος, σύμφωνα με την ένδειξη του ποιητή, στο λιμάνι Cava dei Tirreni, κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας, στις 5 Οκτωβρίου 1944. Εκεί έχουν φτάσει από την Αίγυπτο οι ελληνικές διπλωματικές υπηρεσίες και είναι έτοιμες να επιστρέψουν στην Ελλάδα, από την οποία αποχωρούν οι Γερμανοί (από την Αθήνα έφυγαν στις 12 Οκτωβρίου 1944). Το δράμα φαίνεται να τελειώνει, αλλά σε λίγο θ’ αρχίσουν νέες συμφορές: ο εμφύλιος. 

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη. 
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πληρωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία
το κρατίδιο της Κομμαγηνής, που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο
χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους. 
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν
σαν έρθει ο θέρος προτιμούν να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι
σαν έρθει ο θέρος άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν. 
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνονται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει
Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε...»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

                        Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44

Τώρα που κάθομαι άνεργος: όπως στην Εισαγωγή των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη: «... εδώ εις Άργος, όπου κάθομαι άνεργος» (Σημ. του ποιητή).
στη χάση: εννοεί του φεγγαριού.
σκάλα: λιμάνι (εννοεί το λιμάνι της Cava dei Tirreni).
μονέδα: νόμισμα. Την ημέρα της επιστροφής την περιμένουν (οι επαναπατριζόμενοι) σαν οφειλόμενο χρέος, σαν ανταμοιβή. Υπαινιγμός για τον καιροσκοπισμό πολλών από αυτούς. Το θέμα επανέρχεται στους στίχους 45 και 51.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης: «Amica silentia lunae». Βιργίλιος (Σημ. του ποιητή).
Αραπιά... Συρία: εννοεί τους Έλληνες που είχαν καταφύγει σ’ αυτές τις χώρες της Μέσης Ανατολής στην Κατοχή.
Κομμαγηνή: αρχαίο κρατίδιο στα ΒΑ της Συρίας με πρωτεύουσα τα Σαμόσατα. Ο ποιητής εκφράζει την ανησυχία του για το μέλλον της Ελλάδας.
γκαμούζα: βουβάλι.
θάλασσες του Πρωτέα: τα παράλια της Αιγύπτου.
κακοφορμίζω: προκαλώ φλεγμονή, ερεθίζω μια πληγή.
δόλο κι απάτη: όπως και στο Μακρυγιάννη, Β΄, σελ. 258 «και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν όλο δόλο κι απάτη» (Σημ. του ποιητή).
πραμάτεια: εμπόρευμα.
αγάπανθος: φυτό ιθαγενές της Αφρικής, που καλλιεργείται και στην Ελλάδα ως καλλωπιστικό.
τουμπελέκι: είδος τυμπάνου.
μνησιπήμων: αυτός που θυμίζει τις συμφορές, η αλγεινή ανάμνηση των δυστυχιών.
μνησιπήμων πόνος: Αισχ. Αγαμέμνων, στ. 179 «στάζει δ’ ν γ’ πνωι προ καρδίας μνησιπήμων πόνος» (στάζει στον ύπνο, μπρος στην καρδιά, της συμφοράς ο καημός) (Σημ. του ποιητή).
οι ήρωες... στα σκοτεινά: μια πικρή σκέψη του ποιητή καθώς αναλογίζεται τις θυσίες του λαού και το αβέβαιο μέλλον.


Ανάλυση του ποιήματος:

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις. 

Ο ποιητής με τον εισαγωγικό στίχο του ποιήματος ομολογεί πως ελάχιστες υπήρξαν οι νύχτες με φεγγάρι που του άρεσαν. Τις νύχτες αυτές μπορείς να διαβάσεις καθαρότερα το αλφαβητάρι των αστεριών και να κατανοήσεις με μεγαλύτερη διαύγεια την αλήθεια της ζωής. Ο απολογισμός, δηλαδή, που ακολουθεί το τέλος της ημέρας, ο οποίος καταλήγει κάποτε σε εύκολες αυταπάτες «βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες», τις νύχτες με φεγγάρι οδηγείται καθαρότερα στις δύσκολες διαπιστώσεις και στην πραγματική διάσταση των πραγμάτων.
Η διάθεση του ποιητή είναι να μιλήσει για σκληρές αλήθειες, τις οποίες θα προτιμούσε να μην αποδεχτεί, αλλά του είναι δύσκολο μια τέτοια νύχτα να βγάλει λανθασμένα συμπεράσματα. Βλέπει πολύ καθαρά το νόημα των γεγονότων που έχει βιώσει και δεν μπορεί παρά να συνειδητοποιήσει και να παραδεχτεί την αλήθεια τους, όσο πικρή κι αν είναι για τον ίδιο και για τους υπόλοιπους Έλληνες.

Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη. 

Όσα έχει να πει ο ποιητής λέγονται τόσο δύσκολα, ώστε επιλέγει να επιβραδύνει τη στιγμή της επίπονης ομολογίας τους. Συνεχίζει, επομένως, να αναφέρεται στις νύχτες με φεγγάρι, ξεχωρίζοντας αυτές που κατάφεραν να διατηρηθούν στη μνήμη του.
Όταν ο ποιητής γράφει τους στίχους αυτούς βρίσκεται κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας και περιμένει μαζί με άλλους Έλληνες διπλωμάτες την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, για να επιστρέψει στην Αθήνα. Θα περάσει έτσι μερικές μέρες αναγκαστικής αδράνειας, κατά τις οποίες θα συνθέσει το πικρό αυτό απολογιστικό ποίημα.
Οι νύχτες με φεγγάρι που έχουν απομείνει στη μνήμη του ποιητή ήταν είτε σ’ ελληνικά νησιά, όπου το φεγγάρι βρισκόταν στη χάση του και προσέδιδε στο τοπίο μια γαλήνια θλίψη, όπως αυτή που διακρίνει κανείς στις εικόνες της Παναγίας, είτε σε χώρες του βορρά όπου το γεμάτο φεγγάρι μετέδιδε με το φως του μια κατευναστική αίσθηση νάρκης (υπνηλίας) σε όλο το ταραγμένο τοπίο και στους ανθρώπους που ήταν γεμάτοι ένταση.

Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πληρωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.


Αν και είναι λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που του άρεσαν, εντούτοις η χτεσινή νύχτα -επαναφορά στο παρόν- απέκτησε μια μαγευτική ομορφιά καθώς το φεγγάρι πέρασε πάνω απ’ τα σύννεφα που είχαν φέρει τη φθινοπωρινή μπόρα κι έκανε με το φως του τα σπίτια της απέναντι πλαγιάς να γυαλίζουν και να λάμπουν σαν να ήταν φτιαγμένα από σμάλτο. Η ομορφιά της εικόνας που δημιουργεί το φεγγαρόφωτο, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την αλήθεια των συναισθημάτων εκείνων που έχουν μείνει για χρόνια μακριά από την πατρίδα και ανυπομονούν να επιστρέψουν τώρα που φεύγουν οι Γερμανοί.
Ο Σεφέρης αναφέρεται εδώ σ’ εκείνους τους καιροσκόπους πολιτικούς και διπλωμάτες που παρέμειναν μακριά από την Ελλάδα, όσο κρατούσε ο εφιάλτης της γερμανικής κατοχής, και τώρα είναι έτοιμοι να επιστρέψουν για να εκμεταλλευτούν τη νεοαποκτηθείσα ελευθερία της χώρας.
Οι Έλληνες που είχαν τη δυνατότητα να φύγουν από τη χώρα μόλις έγινε προφανής η ήττα του ελληνικού στρατού, κυρίως πολιτικοί αλλά και άλλοι πλούσιοι πολίτες, νιώθουν πως είναι καιρός να εξαργυρώσουν τη μακρόχρονη αναμονή της επιστροφής. Όπως ένα χρέος που έχει μείνει για καιρό ανεξόφλητο κι έχει αποκτήσει πρόσθετη αξία, όπως ένα νόμισμα που παρέμεινε φυλαγμένο για χρόνια στο σεντούκι κάποιου φιλάργυρου κι ήρθε η ώρα να επιστραφεί, έτσι αντικρίζουν οι Έλληνες που βρίσκονται μακριά τα χρόνια που περίμεναν να αλλάξει η κατάσταση στη χώρα, σαν ένα «χρέος» δηλαδή που τους οφείλεται και πρέπει να εξοφληθεί.
Τώρα που οι Γερμανοί φεύγουν είναι ο κατάλληλος καιρός να επιστρέψουν και να εκμεταλλευτούν με κάθε τρόπο τις νέες καταστάσεις προς όφελός τους, παίρνοντας την εξουσία στα χέρια τους.  Η επιθυμία για την επιστροφή τους δεν έχει να κάνει με την αγάπη για την πατρίδα, αλλά με την προοπτική μεγάλου κέρδους, από την εκμετάλλευση των θυσιών του ελληνικού λαού.

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.

Η γαλήνη και η ομορφιά του τοπίου που προκύπτει απ’ το φως του φεγγαριού, μοιάζει με μια ιδανική στιγμή για τον απολογισμό όσων πέρασαν. Με τη σιωπή, την απόλυτη ησυχία της βραδιάς, οι σκέψεις έρχονται πιο εύκολα.
Η προσήλωση του ποιητή στο φεγγάρι υπήρξε η αφορμή για να σκεφτεί πάνω στα δύσκολα θέματα της ελληνικής πραγματικότητας. Υπήρξε ένα πρώτο έναυσμα για να προσεγγίσει τις επίπονες αλήθειες που με δυσκολία μπορεί κάποιος να τις ομολογήσει, αλλά δε βαστά κιόλας να τις κρατά μέσα του. Μια ομολογία λυτρωτική που γίνεται σ’ έναν φίλο που ξέφυγε από τη δυναστευόμενη πατρίδα και φέρνει πολύτιμες ειδήσεις για τ’ αγαπημένα πρόσωπα. Μια ομολογία που γίνεται βιαστικά, προτού προλάβει η ξενιτιά και οι δολοπλοκίες των εκεί Ελλήνων να αλλοιώσουν την αγνότητά του.
Σε αντίθεση με τους Έλληνες που βιώνουν τις συντριπτικές συνθήκες της κατοχής και δεν μπορούν παρά να παλεύουν μέρα με τη μέρα για να επιβιώσουν, οι Έλληνες που βρίσκονται μακριά και είναι ασφαλείς από τους κατακτητές, το μόνο που σκέφτονται είναι πώς θα πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και πώς θα αξιοποιήσουν καλύτερα τον πόνο και την καταστροφή της χώρας τους.
Για τους Έλληνες του εξωτερικού δεν υπάρχει ο φόβος της επιβίωσης, υπάρχουν μόνο οι υπολογισμοί και οι μηχανορραφίες για την επόμενη ημέρα, για τη στιγμή της απελευθέρωσης. Τότε που οι εξαθλιωμένοι Έλληνες θα είναι ευάλωτοι όσο ποτέ και η χειραγώγησή τους θα είναι πιο εύκολη.

Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία
το κρατίδιο της Κομμαγηνής, που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.


Ο ποιητής αναφέρεται στις χώρες που είχαν καταφύγει τα μέλη της κυβέρνησης, οι διπλωμάτες και άλλοι Έλληνες που είχαν τη δυνατότητα διαφυγής, απ’ την κατακτημένη πατρίδα.
Από αυτές τις χώρες ξεκινούν τώρα όλοι οι αυτοεξόριστοι κι ετοιμάζονται να επιστρέψουν στη ρημαγμένη Ελλάδα. Στη σκέψη τους έρχονται συχνά περιπτώσεις κρατών που καταστράφηκαν τελείως και κατέληξαν να χρησιμεύουν μόνο ως βοσκοτόπια και χώροι καλλιέργειας. Η συσχέτιση αυτών των κρατών με την Ελλάδα, λειτουργεί ως συνειρμός που εκφράζει την ανησυχία των εξόριστων είτε γιατί -λίγοι απ’ αυτούς- διατήρησαν ακέραιο το ενδιαφέρον τους για την πατρίδα είτε γιατί -οι περισσότεροι- φοβούνται πως δε θα μπορέσουν τελικά να ανασυστήσουν το κράτος και θα χάσουν έτσι την ευκαιρία να αποκομίσουν τα κέρδη που πιστεύουν ότι τους αναλογούν.

Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.

Επιστρέφουν, λοιπόν από την έρημο κι από τη θάλασσα της Αιγύπτου (εκεί είχε εγκατασταθεί η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση). Επιστρέφουν με τις ψυχές τους μαραμένες από τις αμαρτίες που σχετίζονταν με το δημόσιο ρόλο τους. Πολιτικοί που είχαν οικειοποιηθεί χρήματα της χώρας, που είχαν υπονομεύσει ελληνικά συμφέροντα και το κυριότερο είχαν θέσει τις προσωπικές τους επιδιώξεις πάνω απ’ το καλό του τόπου.
Η θέση του Σεφέρη στο διπλωματικό σώμα της χώρας του επέτρεπε να γνωρίζει από πρώτο χέρι τις μικρότητες, τις δολοπλοκίες και την κενότητα των πολιτικών προσώπων της χώρας. Ο ποιητής δεν κατονομάζει φυσικά συγκεκριμένα πρόσωπα, μεταφέρει όμως τη σαφή εικόνα σήψης που κυριαρχούσε στον πολιτικό χώρο του τόπου. Οι πολίτες εμπιστεύονταν τα συμφέροντα της πατρίδας σε ανερμάτιστους ανθρώπους που ενδιαφέρονταν αποκλειστικά και μόνο για τα προσωπικά τους συμφέροντα.
Ο καθένας απ’ αυτούς είχε κι ένα αξίωμα που τον κρατούσε δέσμιο, όπως ένα πουλί φυλακίζεται μέσα στο κλουβί του. Ο ίδιος ο ποιητής, για παράδειγμα, έχοντας μια δημόσια θέση δεν μπορούσε παρά να πράττει σύμφωνα με τις εντολές που του έδιναν. Ανεξάρτητα από τις προσωπικές του πεποιθήσεις κι ανεξάρτητα από την αποστροφή που του προκαλούσε η κυρίαρχη διαφθορά, ήταν αναγκασμένος να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που απέρρεαν από τη θέση του.
Η θέση που είχε κατακτήσει καθένας από αυτούς, αποτελούσε τελικά και το βασικό παράγοντα που ρύθμιζε τις αποφάσεις και τις κινήσεις του. Η εξόριστη κυβέρνηση, άλλωστε, όφειλε να υπακούει στις οδηγίες των συμμάχων και να περιμένει από εκείνους να τους υποδείξουν τις υποχρεώσεις τους. Για τους Έλληνες πολιτικούς, το δίχως άλλο, είναι σύνηθες να κινούνται σαν τις μαριονέτες με βάση τις εντολές που λαμβάνουν από τους παράγοντες ισχυρότερων κρατών.

Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.

Η αναγκαστική αδράνεια των στελεχών της εξόριστης κυβέρνησης επιτείνει τις εσωτερικές αδυναμίες, τα αρνητικά στοιχεία κάθε προσώπου. Έτσι, καθώς παραμένουν ανενεργοί, στο βροχερό τοπίο της ξένης χώρας, οι πληγές τους –τα ελαττώματά τους- γεμίζουν πύον, χειροτερεύουν, σαν να επέρχεται η θεία δίκη, η τιμωρία για την ανήθικη συμπεριφορά τους. Οι άνθρωποι αυτοί που έχουν μάθει να ζουν με δόλους και με την εξαπάτηση των απλών πολιτών, οι άνθρωποι αυτοί που ετοιμάζονται να εκμεταλλευτούν με το χειρότερο τρόπο το αίμα και τις θυσίες των Ελλήνων πατριωτών, όσο περιμένουν να έρθει η ώρα της επιστροφής τόσο περισσότερο σαπίζουν οι ψυχές τους.
Ο ποιητής αισθάνεται αποτροπιασμό για τα σχέδια των εξόριστων πολιτικών να επιστρέψουν στη χώρα και να καρπωθούν τις θυσίες των Ελλήνων που έμειναν πίσω κι έδωσαν και τη ζωή τους για να παλέψουν με τους κατακτητές.
Τα λόγια του Σεφέρη για τους Έλληνες πολιτικούς μοιάζουν σκληρά, αποδίδουν όμως την ολοκληρωτική διαφθορά και τη μικροπρέπεια που τους χαρακτηρίζει. Τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί πιο ποταπό από τη διάθεσή τους να έρθουν και να πάρουν την εξουσία απ’ τα χέρια εκείνων που πολέμησαν με απόλυτη αυτοθυσία για την πατρίδα τους.

Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο
χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.

Οι άνθρωποι, όπως σχολιάζει ο ποιητής, είναι αδύναμοι από τη φύση τους. Μέσα στις δύσκολες συνθήκες του πολέμου αλλάζουν πολύ εύκολα, αφού δεν έχουν καμία δύναμη χαρακτήρα. Είναι μαλακοί κι εύπλαστοι, σαν ένα δέμα χόρτα, και προσαρμόζονται στις καταστάσεις που επικρατούν, επιδιώκοντας όμως πάντοτε και με κάθε κόστος την προσωπική τους ευχαρίστηση.
Επιθυμούν όλοι την απόλαυση του έρωτα, αγγίζοντας με τα χείλη και τα δάχτυλα ένα άσπρο στήθος, μισοκλείνουν όλοι τα μάτια στο φως της ημέρας, και φυσικά είναι όλοι πρόθυμοι, όσο κουρασμένοι κι αν είναι, να τρέξουν στην παραμικρή υποψία του κέρδους.
Ο Σεφέρης καταγράφει εδώ τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την πραγματική φύση των ανθρώπων, όπως αυτή εμφανίζεται όχι στις εύκολες συνθήκες της ειρήνης, αλλά όταν τα πράγματα δυσκολεύουν και δεν υπάρχουν περιθώρια για υποκρισίες. Όσο κι αν οι άνθρωποι υιοθετούν εκλεπτυσμένες συμπεριφορές και παρουσιάζουν τον εαυτό τους καλλιεργημένο και με αρχές, όταν επικρατήσουν οι τραγικές περιστάσεις του πολέμου, αποκαλύπτεται πως όλοι είναι ίδιοι, με τις ίδιες επιθυμίες και τα ίδια ελαττώματα.

Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν
σαν έρθει ο θέρος
προτιμούν να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.

Ο άνθρωπος είναι εύπλαστος και μαλακός σαν το χόρτο, δεν έχει την αναγκαία ηθική δύναμη να διατηρήσει τις αξίες του. Μόλις τα πράγματα δυσκολέψουν λειτουργεί με τα ζωώδη ένστικτα επιβίωσης και κοιτάζει πώς θα κατορθώσει να κρατηθεί στη ζωή. Σαν ένα διψασμένο χόρτο που απλώνει παντού τις ρίζες του για να βρει νερό, έτσι κι άνθρωπος κάνει καθετί για να επιβιώσει, εκδηλώνοντας παράλληλα την άπληστη ανθρώπινη φύση που αναζητά, όχι μόνο τα αναγκαία, αλλά και τα επιπλέον, το κέρδος και την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τους άλλους.
Είναι, μάλιστα, τόσο αδύναμοι οι άνθρωποι, ώστε όταν έρθει η ώρα του θερισμού, όταν ξεκινήσει ο πόλεμος ή οι δυσκολίες, προτιμούν να δουν τα δρεπάνια στα χωράφια των άλλων. Προτιμούν, δηλαδή, να δουν τους άλλους να θυσιάζονται και να πληρώνουν το τίμημα κι εκείνοι να παραμένουν αμέτοχοι και μακριά από τον κίνδυνο.
Όταν έρθει η ώρα του κινδύνου άλλοι φωνάζουν και καταφεύγουν σε ανούσιους εξορκισμούς προσπαθώντας να διώξουν μακριά το κακό, θυμίζοντας τις πεποιθήσεις των αρχαίων ότι με τις κραυγές και τις θορυβώδεις τελετές μπορούσαν να ξορκίσουν και να απομακρύνουν τους δαίμονες. Άλλοι στρέφουν την προσοχή τους στα πολύτιμα αγαθά τους, δείχνοντας μεγαλύτερο ενδιαφέρον για να σώσουν ό,τι αποτελεί την περιουσία τους. Άλλοι, τέλος, καταφεύγουν σε κενές ρητορείες, μιλώντας για το χρέος προς την πατρίδα, χωρίς να έχουν όμως την απαιτούμενη δύναμη για να στηρίξουν τα λόγια τους με πράξεις.

Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Τίποτε από αυτά όμως δεν ωφελεί αν δεν υπάρχουν εκεί ζωντανοί άνθρωποι. Σε τι να χρησιμεύσουν τα ξόρκια, τα υλικά αγαθά και τα μεγάλα λόγια, όταν η επέλαση του κακού έχει διώξει μακριά του ζωντανούς ανθρώπους.
Ο ποιητής πάντως, μη θέλοντας να αδικήσει τους συγκαιρινούς του, αναρωτιέται, μήπως ο άνθρωπος είναι κάτι διαφορετικό απ’ αυτό το αδύναμο ον που τρέμει μπροστά στις δυσκολίες, μήπως είναι αυτός που δημιουργεί τη ζωή.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο καιρός θα δείξει την πραγματική υπόσταση κάθε ανθρώπου, μιας και στη ζωή παίρνουμε τελικά ό,τι δίνουμε. Όποια είναι η προσφορά και η στάση καθενός στις κρίσιμες ώρες, θα είναι ανάλογη και η ανταπόδοση που θα λάβει όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός και παύσουν οι δυσκολίες.
Ο ποιητής κατανοεί πως τα λόγια του είναι πολύ πικρά και πως κάποιοι ίσως θεωρήσουν ότι είναι υπερβολικά αυστηρός, γι’ αυτό και επιφυλάσσεται για την επιβεβαίωση των λόγων του, όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός, ο «καιρός του θερίζειν».

Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.

Ο Σεφέρης αναγνωρίζει πως οι διαπιστώσεις του για το αδύναμο και το διεφθαρμένο της ανθρώπινης φύσης ακούγονται κάπως κοινότοπες και προλαβαίνει τις πιθανές αντιρρήσεις του φίλου του, που είναι ο αποδέκτης αυτών των λόγων (Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε).
Κι όμως, δηλώνει ο ποιητής, όσο κι αν προσπαθήσει κάποιος να αλλάξει τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων που έφυγαν χωρίς να το θέλουν από την πατρίδα τους, τη σκέψη εκείνων που πιάστηκαν αιχμάλωτοι κι εκείνων που ένιωσαν την πλήρη εξαθλίωση, σαν να είναι απλά αντικείμενα, θα διαπιστώσει πως είναι αδύνατο.
Οι άνθρωποι που βιώνουν τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου, επιστρέφουν στον ίδιο βασικό τρόπο σκέψης, στην ανάγκη της επιβίωσης και συνάμα εκείνοι που βρέθηκαν μακριά από την πατρίδα τους στην ανάγκη της επιστροφής στον τόπο του.

Ίσως και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.

Θα πρέπει να τονιστεί πως ο Σεφέρης πέρα από τη στηλίτευση της συμπεριφοράς των πολιτικών κι εκείνων που περιμένουν ανυπόμονα να επιστρέψουν στην Ελλάδα για να πάρουν τον έλεγχο της εξουσίας, αναφέρεται και στους ανθρώπους που -όπως ο ίδιος- βρέθηκαν μακριά από την Ελλάδα και επιθυμούν να επιστρέψουν από αγάπη για τον τόπο τους.
Θα μπορούσαν, λοιπόν, οι εξόριστοι να παραμείνουν στη χώρα των απολίτιστων και να αισθάνονται ότι υπερέχουν από τους υπόλοιπους, έχοντας δυνάμεις -κυρίως πνευματικές- τις οποίες όμως δεν τις χρειάζεται κανείς. Θα μπορούσαν να περιφέρονται στους κάμπους με τους αγάπανθους και να βλέπουν τις τελετές των γηγενών, που με τις προσωπίδες τους χορεύουν στο ρυθμό απ’ τα τουμπελέκια, αποδίδοντας φόρο τιμής στον άρχοντά τους. Μα όλα αυτά δεν είναι αρκετά, όλα αυτά δεν έχουν νόημα, τη στιγμή που θα βρίσκονται μακριά απ’ την πατρίδα τους.

Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνονται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας λεύγες και λεύγες
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

Στο μυαλό των εξόριστων -που διατηρούν ακέραιη την αγάπη τους για την πατρίδα- εκείνο που κυριαρχεί είναι ο τόπος τους, που τον χτυπάνε και τον καίνε σαν ένα πεύκο. Την πατρίδα τους βλέπουν όπου κι αν κοιτούν, είτε στα σκοτεινά βαγόνια που με άθλιες συνθήκες μεταφέρονται αιχμάλωτοι Έλληνες σε άλλες χώρες είτε σ’ ένα πλοίο που έχει πυρακτωθεί κι είναι στατιστικώς βέβαιο πως θα βουλιάξει.
Εικόνες συμφοράς, εικόνες που εκφράζουν την έντονη ανησυχία για την πατρίδα, είναι αυτές που έχουν ριζώσει στο μυαλό των προσφύγων και τίποτε δεν μπορεί να τις απομακρύνει. Όπως τα μεγάλα δέντρα στα παρθένα δάση που πολλαπλασιάζονται με το να ρίχνουν τα κλωνάρια τους στη γη, κι από αυτά γεννιούνται νέα δέντρα, καλύπτοντας ολοένα και μεγαλύτερες εκτάσεις, έτσι οι φρικτές αυτές εικόνες, όχι μόνο έχουν ριζώσει, αλλά συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονται κυριεύοντας πλήρως τη σκέψη των ανθρώπων που νοσταλγούν την πατρίδα τους και δεν τους επιτρέπουν να ξεχάσουν όλους εκείνους τους φίλους τους που πέθαναν στον αγώνα της αντίστασης κατά των κατακτητών.

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει
Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Κι αν σου μιλάω, λέει ο ποιητής στο φίλο του με παραμύθια και παραβολές, με μεταφορές δηλαδή και αναλογίες, είναι γιατί έτσι ακούγονται ευκολότερα όσα φρικτά θέλω να σου πω. Οι εικόνες φρίκης του πολέμου είναι τόσο έντονες και τόσο αποτροπιαστικές, ώστε θα ήταν αδύνατο να διατυπωθούν, χωρίς να προκαλέσουν τη δυσαρέσκεια όποιου ακούει. Ο μεταφορικός λόγος είναι γλυκύτερος από την πραγματική αποτύπωση της συμφοράς που είχε βρει τον ελληνισμό. Άλλωστε, η φρίκη του πολέμου είναι ακόμη ζωντανή και κυρίαρχη -δεν αποτελεί παρελθόν-, βρίσκεται μέσα σε κάθε Έλληνα πατριώτη και μέρα-νύχτα στάζει τις πικρές της αναμνήσεις, αποτελώντας μια διαρκή υπενθύμιση των ακραίων καταστάσεων που αναγκάστηκαν να ζήσουν όσοι γνώρισαν αυτόν τον πόλεμο.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας 
«Στα σκοτεινά πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε...»

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά. 

Κι αν θέλεις να σου μιλήσω για ήρωες, συνεχίζει ο ποιητής, αν θέλεις να ακούσεις για πραγματικούς ήρωας, θα σου μιλήσω για τον Μιχάλη που έφυγε μια νύχτα απ’ το νοσοκομείο, έχοντας ακόμη ανοιχτές της πληγές του, και σέρνοντας το πόδι του ούρλιαζε απ’ τον πόνο. Περπατούσε στην υποχρεωτικά συσκοτισμένη πολιτεία (οι Γερμανοί είχαν επιβάλει να σβήνονται τα φώτα, για να μη βρίσκουν στόχο τα αντίπαλα βομβαρδιστικά) και φώναζε αγγίζοντας τον πόνο μας πως προχωράμε και πηγαίνουμε στα σκοτεινά. Τα λόγια του Μιχάλη εκφράζουν τις σκέψεις όλων των Ελλήνων, καθώς ο αγώνας και όλες τους οι προσπάθειες γίνονταν χωρίς καμία επίγνωση για το τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον. Αγωνίζονταν και πάλευαν κατά των Γερμανών, χωρίς εγγυήσεις και χωρίς φτηνές προσδοκίες κέρδους, όπως έκαναν οι καιροσκόποι πολιτικοί. Οι Έλληνες αγωνίζονταν για την ελευθερία τους, έστω κι αν ο αγώνας τους έμοιαζε καταδικασμένος, έστω κι αν δεν μπορούσαν να ξέρουν τι θα φέρει η επόμενη μέρα, μετά την αδιανόητη καταστροφή που είχε χτυπήσει τη χώρα τους.
Οι ήρωες επομένως προχωρούν στα σκοτεινά, γιατί δεν θυσιάζονται προσδοκώντας το κέρδος και γιατί δεν έχουν ανάγκη από εγγυήσεις για να παλέψουν για την πατρίδα τους. Πολεμούν και πεθαίνουν από αγάπη κι αυτό είναι ένα αίσθημα που μόνο οι γνήσιοι ήρωες μπορούν να γνωρίσουν.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

Το ποίημα κλείνει με σχήμα κύκλου, καθώς έχουμε επαναφορά του αρχικού στίχου. Η αλλαγή στο χρόνο του ρήματος, από τον αόριστο «μ’ αρέσαν», στον ενεστώτα «μ’ αρέσουν», εκφράζει την πεποίθηση του ποιητή πως οι δύσκολες στιγμές των προηγούμενων χρόνων δεν πρόκειται να τερματιστούν εκεί. Ο ποιητής νιώθει πως και στη συνέχεια θα υπάρξουν εξίσου δυσάρεστες στιγμές, γι’ αυτό και επαναδιατυπώνει το στίχο δίνοντάς του πλέον μια διαχρονικότερη διάσταση.