Τα «πλεονεκτήματα» της ένταξης σε ΕΟΚ/ΕΕ: Από το μύθο στη διάψευση
Του Γιώργου Κρεασίδη
Βήμα βήμα οι αστικές τάξεις της Ευρώπης γύρισαν τα πολιτικά δικαιώματα στο 19ο αιώνα: η λεγόμενη «οικονομική διακυβέρνηση» δεν είναι παρά ο ολοκληρωτισμός που γεννιέται όταν η ιδιωτική επιχείρηση γίνεται πολιτικό μοντέλο.
Ανάμεσα στους μύθους που καταρρέουν στις μέρες μας είναι κι αυτοί που αφορούν το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ήδη από την εποχή που ονομαζόταν ΕΟΚ ακούγαμε συχνά ότι η ένταξη θα κάνει την Ελλάδα παντοδύναμη οικονομικά και πολιτικά σαν κομμάτι της ενωμένης Ευρώπης.
Τα υποτιθέμενα πλεονεκτήματα, αφορούσαν πολλούς τομείς.
Οι υπερασπιστές της ένταξης, μιλούσαν για την «τεράστια αγορά των 300 εκατομμυρίων καταναλωτών», που δήθεν θα γίνονταν πελάτες της ελληνικής αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής.
Η ΕΕ θα μετατρεπόταν σε εγγυητή της δημοκρατίας που θα απάλλασσε την ελληνική πολιτική ζωή από το φόβο των τανκς. Λίγα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, ένα τέτοιο επιχείρημα είχε ξεχωριστή σημασία.
Πλατιά διαδεδομένη ήταν επίσης η πεποίθηση ότι η ΕΟΚ και μετά η ΕΕ θα μας επιδοτεί με τα περίφημα «πακέτα» ―τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα της δεκαετίας του ’80, τα τρία Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (ΚΠΣ) και το σημερινό ΕΣΠΑ― είτε γιατί μας έχει ανάγκη είτε γιατί είμαστε καπάτσοι.
Θα μπορούσε να διακινδυνεύσει κανείς την εκτίμηση ότι στα 1989-1992 ο ευρωπαϊσμός απέκτησε και διατήρησε μέχρι πρόσφατα την αποδοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας και των πολιτικών δυνάμεων.
Ήταν η εποχή που η αντιεοκική γραμμή έμοιαζε βαρίδι για τις φιλοδοξίες εξουσίας της Αριστεράς[1] που οδήγησαν στις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα.
Ταυτόχρονα η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού έκανε για πολλούς ουτοπική κάθε προοπτική εκτός ΕΟΚ, αλλά και δημιουργούσε μια ακόμη αυταπάτη, αυτή της Ισχυρής Ελλάδας στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Καθώς ετοιμαζόταν η έφοδος του καπιταλιστικού κόσμου, το ελληνικό κεφάλαιο έφτιαχνε μεγάλα όνειρα για την Ελλάδα, το μόνο κράτος της περιοχής που ήταν μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Αυτό το κλίμα αποτυπώνεται στην εκτίμηση του Κ. Μητσοτάκη εκείνη την περίοδο πως η επιλογή της ένταξης στην ΕΟΚ/ΕΕ «αποδεικνύεται πολιτικά χρήσιμη και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ότι το ειδικό βάρος της Ελλάδας σήμερα στην άσκηση βαλκανικής πολιτικής είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι θα ήταν αν δεν ήμασταν μέλος της ΕΟΚ…»[2]. Η Ισχυρή Ελλάδα που έχει πλούτο για όλους έγινε ιδεολόγημα που πήρε διαστάσεις Μεγάλης Ιδέας και συνδέθηκε με τον «εθνικό στόχο» της ένταξης στην ΟΝΕ και το πέρασμα στο ευρώ.
Στην αριστερά υπήρχε ένα ρεύμα που έβλεπε έναν προοδευτικό χαρακτήρα στην ΕΕ σαν εγγυητή της δημοκρατίας, των αναπτυξιακών δυνατοτήτων και ενός αντιαμερικανισμού που επέτρεπε παράλληλα τις αποστάσεις από την ΕΣΣΔ και τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Βασική διάσταση του αριστερού ευρωπαϊσμού ήταν η επίκληση των δυνατοτήτων για κοινή πάλη των εργαζομένων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η περίφημη Ευρώπη των εργαζομένων που ήταν η αντιπρόταση στην πραγματικότητα της ΕΕ/ΕΟΚ του κεφαλαίου. Έτσι «οι Έλληνες εργαζόμενοι, μπορούν, μέσα από τους κόλπους της ΕΟΚ, να συνενώσουν τις προσπάθειες τους μαζί μ’ όλους εκείνους που μάχονται για τη δημοκρατική και σοσιαλιστική προοπτική των χωρών της, και να αντιπαλέψουν την επιβολή των ΗΠΑ και των μονοπωλίων, την αυθαίρετη διαίρεση της Ευρώπης με βάση τα κοινωνικά συστήματα», διαπίστωνε αμέσως μετά τη μεταπολίτευση ο φορέας της ανανεωτικής Αριστεράς, το ΚΚΕ Εσωτερικού, στο προγραμματικό του κείμενο Οι Στόχοι του Έθνους[3].
Σήμερα, καθώς η πολιτική του Μνημονίου που επιβάλλουν το ΠΑΣΟΚ, το ΔΝΤ και η ΕΕ με τους μηχανισμούς της όπως η ΟΝΕ και η ΕΚΤ, ξεδιπλώνει τα βάρβαρα χαρακτηριστικά της γυρίζοντας το ρολόι του χρόνου προς τα πίσω για τον κόσμο της εργασίας, όλο και περισσότεροι βλέπουν στην ΕΕ το μηχανισμό που οργανώνει την επίθεση.
Ο διάχυτος φιλο-ευρωπαϊσμός στην ελληνική κοινωνία των προηγούμενων χρόνων υποχωρεί μπροστά σε μια πολιτική που οι προτεραιότητές της συμπυκνώνονται με τον πιο σαφή τρόπο στο πρόσφατο προγραμματικό ντοκουμέντο της ευρωζώνης, το Σύμφωνο για το ευρώ. Εκεί οι διακηρύξεις για στόχους όπως για ενοποίηση, κοινωνική συνοχή και οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη εξαφανίστηκαν. Τη θέση τους πήρε η ανταγωνιστικότητα και η σταθερότητα του ευρώ. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Στόιμπλε για τα απανωτά Μνημόνια στην Ελλάδα πως «είναι για πολλούς επώδυνα, αλλά πάντα είναι καλύτερα από το να τεθεί σε κίνδυνο η ακεραιότητα της ευρωζώνης»[4].
Δηλώσεις τέτοιου τύπου θυμίζουν ότι ΕΕ δεν λειτουργεί απλά σαν επιτελείο για τις αστικές τάξεις της Ευρώπης με ένα σχεδιασμό που διασφαλίζει τα συμφέροντά τους, αλλά σφραγίζεται και από το μεταξύ τους συσχετισμό. Όπως εύστοχα έχει περιγραφεί η ΕΕ συνδυάζει την καπιταλιστική ολοκλήρωση με την ηγεμονία των ιμπεριαλιστικών κέντρων και πριν απ’ όλα της Γερμανίας. Απλά η συγκυρία της κρίσης επιτρέπει την εγκατάλειψη των προσχημάτων. Μια παράπλευρη απώλεια από αυτή την εξέλιξη είναι πως η ΕΕ δεν πείθει πλέον ότι λειτουργεί σαν αντίβαρο στον εθνικισμό στην Ευρώπη.
Σε αυτή τη διαδικασία κρίσιμη είναι η σημασία που έχει ο τρόπος λήψης αποφάσεων σε όργανα μη αιρετά, απομακρυσμένα από τις κοινωνίες και απροσπέλαστα από το φως της δημοσιότητας. Σπάνια η δημοσιογραφική έρευνα μπορεί να εντοπίσει ποιοι εμπνεύστηκαν το ένα ή το άλλο μέτρο. Αυτή η πρακτική έχει καταστήσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία κενό γράμμα και στην Ευρώπη, στο βαθμό που όλο και περισσότερο οι αποφάσεις μεταφέρονται από το εθνικό στο ευρωπαϊκό επίπεδο, με σταθμούς στη διαδικασία αυτή τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τη δημιουργία της ΟΝΕ και του ευρώ. Αν σκεφτεί κανείς ότι το Ευρωκοινοβούλιο που ιδρύθηκε το 1979 χωρίς το δικαίωμα να μπορεί να παίρνει αποφάσεις που δεσμεύουν οποιοδήποτε όργανο της ΕΕ, τότε αντιλαμβάνεται ότι το περίφημο «δημοκρατικό έλλειμμα» δεν είναι μια ανορθογραφία, αλλά δομικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία, η τομή σε σχέση με την κλασική αστική δημοκρατία βρίσκεται στο ιδεολόγημα ότι τα όργανα της ΕΕ αποφασίζουν εξειδικεύοντας αυτονόητες επιλογές, δήθεν τεχνοκρατικού χαρακτήρα, για θέματα που δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενα αντιπαραθέσεων. Άρα είναι θεμιτό να στελεχώνονται από διορισμένους τεχνοκράτες κι όχι από αιρετά πολιτικά πρόσωπα.
Μεγάλη κουβέντα επίσης η προσπάθεια ταύτισης της ΕΕ με την Ευρώπη, αλλά και ο ιδιόμορφος «εθνικισμός» γύρω από την ΕΕ, τα σύμβολά της και την υποτιθέμενη κοινή ταυτότητα όλων των κρατών-μελών. Η μπλε σημαία με τα κίτρινα αστέρια είναι παρούσα σε κάθε υπηρεσία, σε δημόσια έγγραφα και βιβλία, δίπλα σε κάθε δημόσιο έργο, πάνω σε άπειρες πινακίδες, με μια συχνότητα που μπορεί να συγκριθεί με το «πουλί» της χούντας. Από κοντά και ο έρπων ρατσισμός έναντι των «πολιτών τρίτων χωρών», όπως τους καταγράφει η ορολογία της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, που σχεδόν σε όλη την Ένωση έχουν λιγότερα δικαιώματα και βιώνουν γκετοποίηση και ρατσιστικές επιθέσεις, στο βαθμό που δεν ανήκουν στην οικονομική αριστοκρατία.
Σε αυτή την πραγματικότητα, οι δυνάμεις της Αριστεράς που επέμεναν σε έναν προσανατολισμό ενάντια στην ΕΕ θα μπορούσε να πει κανείς ότι δικαιώνονται. Αυτό όμως είναι το λιγότερο σημαντικό μπροστά στη ζωτικής σημασίας μάχη που δίνει η εργαζόμενη πλειοψηφία ενάντια στην πολιτική του Μνημονίου κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ. Σε αυτή τη μάχη κρίνονται το ψωμί, τα δημόσια αγαθά και τα κοινωνικά δικαιώματα, μαζί με τις δημοκρατικές ελευθερίες και το δικαίωμα στην ίδια τη χώρα που ιδιωτικοποιείται και αποξενώνεται από αυτούς που ζουν σε αυτήν δουλεύοντας.
Αυτή η πάλη προϋποθέτει σύγκρουση με πολιτικές επιλογές που λαμβάνονται σε επίπεδο ΕΕ, στο όνομα της σωτηρίας του ευρώ που έχει ανακηρυχτεί λόγος ύπαρξης κάθε ανθρώπινου πλάσματος στην Ευρώπη. Μπορεί λοιπόν να παλέψει κανείς ενάντια στην κυβερνητική πολιτική χωρίς να παλέψει ενάντια στην ΕΕ, το ευρώ και τους μηχανισμούς τους, όπως η ΟΝΕ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; Μπορεί δηλαδή κανείς να πει ότι ενδιαφέρεται απλά για αυξήσεις στο μισθό, χωρίς να μπαίνει στο δίλημμα αν θα είναι σε δραχμές ή ευρώ, όταν το σύμφωνο για το ευρώ προϋποθέτει τη δραστική μείωση των μισθών σε κινέζικα επίπεδα; Όσο για το ευφυολόγημα ότι η έξοδος από το ευρώ σημαίνει επιστροφή στη δραχμή του Σημίτη το 2001, μοιάζει με το επιχείρημα ότι η υπεράσπιση του δημόσιου νοσοκομείου ισοδυναμεί με την προτίμηση στο φακελάκι, το ράντζο και την πολύωρη αναμονή στα «επείγοντα».
Παραπέρα εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι το τέλος των αυταπατών για την ΕΕ και την ισχυρή Ελλάδα του ευρώ που ονομάζεται συχνά «ευρωσκεπτικισμός», αγκαλιάζει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, αλλά και διεμβολίζει την εκλογική βάση των κομμάτων εξουσίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στα δεξιά του πολιτικού σκηνικού δεν περισσεύει ο ευρωπαϊσμός και μόνο η Μπακογιάννη επιμένει να θυμίζει τα ευρωπαϊκά φρονήματά της. Σε αυτή τη φάση της κρίσης, η τεκμηριωμένη κριτική στην ΕΕ από εργατική σκοπιά, πέρα από αναγκαία για την πάλη ενάντια στην πολιτική του Μνημονίου, είναι και δρόμος επικοινωνίας με ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, επιφυλακτικές μέχρι τώρα με την Αριστερά και το εργατικό κίνημα. Διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας σε συντηρητικές πολιτικές τάσεις, σαν κι αυτές που τροφοδοτούν την ακροδεξιά στην Ευρώπη.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ένα μεγάλο κομμάτι αγωνιστών που παραδοσιακά έβλεπε θετικά την ευρωπαϊκή ενοποίηση ή δεν ιεραρχούσε ψηλά την αντιΕΕ πάλη, σήμερα αντιλαμβάνεται πως είναι αναγκαίος ένας αναπροσανατολισμός.
Μπροστά στις δυνατότητες για να διαμορφωθεί ένα αντιΕΕ ρεύμα στην κοινωνία, εντύπωση προκαλεί η άρνηση του ΚΚΕ να συμβάλλει σε μια τέτοια προοπτική. Η σταθερή αντιπαράθεσή του με τον ευρωπαϊσμό μετά τη διάσπασή του με το ΣΥΝ, θα περίμενε κανείς να οδηγούσε στην αξιοποίηση αυτών των δυνατοτήτων και τη διεκδίκηση ενός πρωταγωνιστικού ρόλου. Αντίθετα μέσα από μια νέα προσέγγιση που θέλει τη ρήξη με την ΕΕ να ταυτίζεται απόλυτα με τη ρήξη με τον καπιταλισμό, διαφορετικά καταλήγει σε διαχειριστική πρόταση σωτηρίας του συστήματος, οδηγείται στην απόσυρση του αιτήματος για ρήξη με την ΟΝΕ και την ΕΕ και αποδέσμευση από αυτή, καθώς νόημα έχει πλέον μόνο η ρήξη με τον καπιταλισμό.
Ανάλογα και η έξοδος από την ευρωζώνη που σύμφωνα με την πολυσυζητημένη δήλωση της Α. Παπαρήγα «στις παρούσες συνθήκες είναι καταστροφική», εγκαταλείπεται για την εποχή της «λαϊκής εξουσίας», παύει να είναι άμεσος στόχος. Στην προσπάθεια να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις που άφησε η δήλωση, τονίστηκε από την πλευρά του ΚΚΕ πως σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο, ο τόνος έπεφτε στην έξοδο από το ευρώ χωρίς «λαϊκή εξουσία». Το θέμα όμως δεν αφορά μια θεωρητική συζήτηση για το καθεστώς που θα διασφαλίσει ότι μια διεκδίκηση, όπως η έξοδος από το ευρώ, θα γίνει σε όφελος της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Έχει φυσικά νόημα η συζήτηση αυτή, όπως έχει λ.χ. η συζήτηση για το ποιο δημόσιο είναι αυτό που διασφαλίζει ότι το αίτημα για δημόσια δωρεάν παιδεία δεν γίνεται υπεράσπιση της υφιστάμενης κατάστασης ή αφήνει στο απυρόβλητο την ιδιωτικοοικονομική λειτουργία της εκπαίδευσης υπό την αιγίδα του δημοσίου. Όταν όμως το ΚΚΕ δηλώνει πως «αυτό που αφορά το λαϊκό συμφέρον δεν είναι το δίλημμα “ευρώ ή δραχμή”, αλλά το “έξω από την ΕΕ με λαϊκή εξουσία, την κρίση και το χρέος να πληρώσει η πλουτοκρατία”. Αυτό θέτει η ζωή και ο λαός πρέπει να το κάνει πράξη με την οργάνωση και την πάλη του» (σχόλιο του γραφείου τύπου του ΚΚΕ στις 25.6.2011 που παρατίθεται αυτούσιο) [5], τότε επιβεβαιώνεται η αρχική εντύπωση πως για το ΚΚΕ η έξοδος από το ευρώ δεν μπορεί να είναι άμεσος στόχος του μαζικού κινήματος.
Πέρα λοιπόν από τις σημαντικές διαφορές και στα θέματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ εκ των πραγμάτων εμφανίζονται να συμφωνούν σε κάτι σημαντικό, καθώς δεν υιοθετούν τη λογική της άμεσης ρήξης με το ευρώ και την ΕΕ, έστω και με διαφορετικό σκεπτικό.
Η στάση αυτή όμως δεν μπορεί και δεν πρέπει να σηματοδοτήσει μια υποχώρηση στην αναγκαία σύγκρουση με την ΕΕ. Η αριστερά έγραψε ιστορία όταν πριν απ’ όλα μπόρεσε να διαβάσει την εποχή της. Και στην εποχή μας η ΕΕ έχει συγκεκριμένο ρόλο. Έτσι κι αλλιώς έχουν γίνει σημαντικά βήματα στο επίπεδο του μαζικού κινήματος, αλλά και στη συζήτηση στις πλατείες της αγανάκτησης. Ένα κίνημα που θέλει να νικήσει πρέπει να αναγνωρίζει και να ονομάζει τον αντίπαλο αντί να καθηλώνεται σε μια γενικόλογη συνθηματολογία ενάντια στις αγορές ή τα μονοπώλια.
Είναι πιο σύνθετα τα καθήκοντα των δυνάμεων της Αριστεράς για το θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Καταρχήν η προσπάθεια για ένα αντιΕΕ ρεύμα αντίστασης στην πολιτική των Μνημονίων με εργατικά χαρακτηριστικά πρέπει να δώσει τη μάχη της αποκάλυψης για τις συνέπειες της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΕ και το ρόλο που αυτή παίζει στη διαμόρφωση και επιβολή της κυρίαρχης πολιτικής. Έτσι θα καταδειχτεί ότι η φύση της πολιτικής της ΕΕ, που δεν είναι λ.χ. ανθελληνική, αλλά στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Θα αποδειχτεί ότι το πρόβλημα δεν είναι το δημοκρατικό ή το κοινωνικό «έλλειμμα» στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αλλά ακριβώς το ίδιο το οικοδόμημα.
Αλλά ακόμη κι αν αυτή η μάχη της αποκάλυψης δοθεί με επιτυχία, υπάρχει ένα άλλο καθήκον, περισσότερο σύνθετο. Είναι η αντιπαράθεση με την προπαγάνδα ότι απέναντι στην ΕΕ και το ευρώ δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, η έξοδος ισοδυναμεί με καταστροφή και χάος, με βουτιά στον Τρίτο Κόσμο. Είναι μια άποψη που υιοθετούν ακόμη και εργαζόμενοι που συμφωνούν στις εκτιμήσεις για τον κοινωνικά βάρβαρο χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά φοβούνται τα χειρότερα. Η κινδυνολογία αυτή συχνά συμπληρώνεται από το ιδεολόγημα ότι τα σύνορα της Ελλάδας είναι σύνορα της ΕΕ, γεγονός που μας γλιτώνει από το ενδεχόμενο πολεμικών συγκρούσεων, ειδικά με την Τουρκία.
Απάντηση μπορεί να είναι μια ιδεολογική προσπάθεια που θα καταγράψει τις δυνατότητες της εργατικής τάξης στην Ελλάδα να οργανώσει την κοινωνική και οικονομική ζωή στη χώρα, αξιοποιώντας το φυσικό και παραγόμενο πλούτο με τρόπο που θα εξασφαλίζει αξιοπρεπή και δημιουργική ζωή, ελευθερία και περιβαλλοντική ισορροπία. Η διεξοδική συζήτηση για την εμπειρία από το ρόλο των ιμπεριαλιστικών οργανισμών στην ελληνοτουρκική διαμάχη, αλλά από το γεγονός ότι η ΕΕ όχι απλά δεν έλυσε το Κυπριακό, αλλά και ούτε θέλει να το κάνει, είναι πτυχές μια προσέγγισης στο θέμα της ασφάλειας που υποτίθεται εξασφαλίζει η Ελλάδα μένοντας την ΕΕ.
Αυτά είναι τα πραγματικά προβλήματα που αναδεικνύει η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ. Μπροστά σε αυτά η δογματική πρόσδεση στον αριστερό ευρωπαϊσμό και η στείρα αντιπαράθεση πάνω στις λεπτές αποχρώσεις ―επινοημένες συχνά― των αντιΕΕ αντιλήψεων, είναι εκδοχές μια στάσης υπεκφυγής.
Ας ελπίσουμε ότι η Πρωτοβουλία κατά του Ευρώ και της ΕΕ, θα δοκιμάσει να αναμετρηθεί με αυτά τα προβλήματα, αξιοποιώντας τη σκέψη και τη δράση αγωνιστών από διαφορετικά ρεύματα, αλλά με κοινό στόχο την αναμέτρηση με την ΕΕ στην προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης.
[1]
Το Μάρτη του 1988 το ΚΚΕ ενόψει της Ενιαίας Αγοράς και της «πρόκλησης του 1992» όπως ονομάστηκε η διαδικασία που οδήγησε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τη μετεξέλιξη της ΕΟΚ σε ΕΕ, διαπίστωνε πως «η αληθινή πρόκληση, συνεπώς, που δημιουργεί το 1992 είναι να μετατρέψουμε την πορεία προς αυτό σε μια πορεία μάχης για την υπεράσπιση και τη διεύρυνση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και την υπεράσπιση των συμφερόντων της χώρας μας. Να συνδέσουμε οργανικά τη μάχη για το 1992 με τον αγώνα για την αλλαγή και το σοσιαλισμό». Το αίτημα της αποδέσμευσης και της εξόδου από την ΕΟΚ απουσίαζε. Βλ. «Οι Θέσεις του ΚΚΕ για την ενιαία εσωτερική αγορά και το 1992» στο Από το 12ο στο 13ο συνέδριο του ΚΚΕ. Ντοκουμέντα, Αθήνα 1990, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σ.68
[2]
Βλ. Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων [Παντείου Πανεπιστημίου], Εξελίξεις στα Βαλκάνια-Ελληνική εξωτερική πολιτική. Η συζήτηση των πολιτικών αρχηγών Κ. Μητσοτάκη, Α. Παπανδρέου, Χ. Φλωράκη, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 1991, σ. 20
[3]
[4]
Δηλώσεις στην εφημερίδα Πασάουερ Νόιε Πρέσε, όπως καταγράφονται στο άρθρο του Γ. Δελαστίκ, «Δούλος της ΕΕ και του Ράιχ» (εφημερίδα ΠΡΙΝ, 31.7.2011) όπου γίνεται αναλυτική παρουσίαση ανάλογων τοποθετήσεων του Στόιμπλε στα γερμανικά ΜΜΕ.
[5] http://www.kke.gr/anakoinoseis_grafeioy_typoy/sxolio_toy_grafeioy_typoy_gia_ta_peri_eyro_h_draxmhs?morf=0
Πηγή: http://aristeroblog.wordpress.com/