Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

ΚΑΘΩΣ ΠΕΡΝΟΥΝ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΛΗΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΚΡΙΤΕΣ ΠΟΥ ΣΕ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΟΥΝ




«ΚΙΧΛΗ»

Δαίμονος επιπόνου και τύχης χαλεπής εφήμερον σπέρμα,
τί με βιάζεσθε λέγειν, ά υμιν άρειον μη γνωναι.
(Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΔΑ)


Α'
Το σπίτι κοντά στη θάλασσα

Τα σπίτια που ειχα μου τα πηραν. Έτυχε
νά ναι τα χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοί ξενιτεμοί
κάποτε  ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει- το κυνήγι
ηταν καλό στά χρόνια μου, πηραν πολλους τα σκάγια-
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στά καταφύγια.
Μη μου μιλας για το αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της-
δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως εχουν τη φυλή τους, τίποτε αλλο.
Καινούργια στην αρχή, σάν τα μωρά
που παίζουν στά περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντουν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στή μέρα-
Όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελουν ή ακόμη πεισματώνουν
μ' εκείνους που εμειναν μ' εκείνους που εφυγαν
μ' αλλους που θα γυρίζανε αν μπορουσαν
ή που χάθηκαν, τώρα που εγινε
ο κόσμος ενα απέραντο ξενοδοχειο.

Δεν ξέρω πολλα πράγματα από σπίτια,
θυμαμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
καμια φορά, σα σταματήσω-
ακόμη
καμια φορά, κοντα στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνες
μ' ενα κρεβάτι σιδερένιο χωρις τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται νά 'ρθει, πως τον στολίζουν
μ' ασπρα και μαυρα ρουχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλουυν σιγα σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλια και σκοτεινες δαντέλες,
πως ετοιμάζεται νά 'ρθει να μ' αποχαιρετήσει-
ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακουσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παράθυροφυλλα,
μ' αρώματα χρυσων καρπων και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλια χωρις να βλέπει
Εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω από τη σκάλα.

Ξέρεις τά σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σάν τά γυμνώσεις.


Β'
Ο Ηδονικός Ελπήνωρ

Τον ειδα χτες να σταματα στην πόρτα
κoιτω απο το παράθυρό μου θά ''ταν
εφτά περίπου μια γυναίκα ήταν μαζί του.
Ειχε τό φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει
να τσακιστει, κι ομως δεν ηταν μεθυσμένος.
Μιλουσε πολυ γρήγορα, κι εκείνη
κοίταζε αφηρημένη προς τους φωνογράφους-
τον εκοβε καμια φορα να πει μία φράση
κι επειτα κοίταζε με ανυπομονησία
εκει που τηγανίζουν ψάρια- σαν τη γάτα.
Αυτός ψιθύριζε μ' ενα αποτσίγαρο σβηστό στά χείλια:
- Ακουσε ακόμη τουτο. Στο φεγγάρι
τα αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
Ανάμεσα σε ζωντανους καρπους — τα αγάλματα-
κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,
η φλόγα που καίει τον ανθρωπο, θέλω να πω.
- Ειναι το φως... Ισκιοι της νύχτας...
- Ισως η νύχτα που ανοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινος κόρφος, και σε γέμισε αστρα
κόβοντας τον καιρό.
Κι ομως τα αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο
στα δυό, σαν το ροδάκινο κι η φλόγα
γίνεται φίλη με στα μέλη κι αναφιλητό
κι επειτα φύλλο δροσερο που παίρνει ο ανεμος-
λυγίζουν γίνουνται αλαφρια μ'ένα ανθρώπινο βάρος.
Δεν το ξεχνας.
- Τ' αγάλματα ειναι στο μουσειο.
-Οχι, σε κυνηγουν, πως δεν το βλέπεις;
θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,
με την αλλοτινη μορφή τους που δε γνώρισες
κι ομως την ξέρεις.
Οπως οταν
στα τελευταια της νιότης σου αγαπήσεις
γυναίκα που εμεινε ομορφη, κι ολο φοβασαι,
καθως την κράτησες γυμνη το μεσημέρι,
τη μνήμη που ξυπνα στην αγκαλιά σου-
φοβασαι το φιλι μη σε προδώσει
σε αλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
που ωστόσο θα μπορουσαν να στοιχειώσουν
τόσο ευκολα τόσο ευκολα και ν' αναστήσουν
ειδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ηταν μία φορα-
την ηδονή τους.
Οπως οταν
γυρίζεις απο τα ξένα και τύχει ν' ανοίξεις
παλια κασέλα κλειδωμένη απο καιρο
και βρεις κουρέλια απο τα ρουχα που φορουσες
σε ομορφες ωρες, σε γιορτες με φωτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που ολο χαμηλώνουν
και μένει μόνο το αρωμα της απουσίας
μιας νέας μορφης.
Αλήθεια, τα συντρίμμια
δεν ειναι εκεινα- Εσυ 'σαι το ρημάδι-
σε κυνηγουν με μία παράξενη παρθενια
στο σπίτι στο γραφειο στις δεξιώσεις
των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του υπνου-
μιλουν για περιστατικα που θα 'θελες να μην υπάρχουν
ή να γινόντουσαν χρόνια μετα το θάνατό σου,
κι αυτο ειναι δύσκολο γιατί...
-Τ' αγάλματα ειναι στο μουσειο.
Καληνύχτα.
-... γιατι τ' αγάλματα δεν ειναι πια συντρίμμια,
ειμαστε εμεις. Τ' αγάλματα λυγίζουν αλαφρια ... καληνύχτα.
Εδω χωρίστηκαν. Αυτος επηρε
την ανηφόρα που τραβάει κατα την αρκτο
κι αυτη προχώρεσε προς το πολύφωτο ακρογιάλι
Οπου το κύμα πνίγεται στη βοη του ραδιοφώνου:

Το ραδιόφωνο
«Πανια στο φύσημα του αγέρα
Ο νους δεν κράτησε αλλο απο τη μέρα.
Αρωμα πεύκου και σιγη
ευκολα θ' απαλύνουν την πληγη
που έκαμαν φεύγοντας ο ναύτης
η σουσουράδα ο κοκωβιος κι ο μυγοχάφτης.
Γυναίκα που εμεινες χωρις αφή,
ακουσε των ανέμων την ταφή.

«Αδειασε το χρυσο βαρέλι
Ο γήλιος εγινε κουρέλι
σε μιας μεσόκοπης λαιμο
που βήχει και δεν εχει τελειωμό-
το καλοκαίρι που ταξίδεψε τη θλίβει
με τα μαλάματα στους ωμους και στην ηβη.
Γυναίκα που εχασε το φως,
ακουσε, τραγουδα ο τυφλός.»

«Σκοτείνιασε- κλεισε τα τζάμια-
κάνε σουραύλια με τα χτεσινα καλάμια,
και μην ανοίγεις οσο κι αν χτυπουν-
φωνάζουν μα δεν εχουν τί να πουν.
Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,
κρίνα απο την αμμο, κι απο τη θάλασσα ανεμωνες
γυναίκα που εχασες το νου,
ακου, περνα το ξόδι του νερου...»

«Αθηναι. Ανελίσσονται ραγδαίως
τα γεγονότα που ακουσε με δέος
η κοινη γνώμη. Ο κύριος υπουργος
εδήλωσεν, Δεν μένει πλέον καιρός...»
«... πάρε κυκλάμινα... πευκο βελόνες...
κρίνα απο την αμμο... πευκο βελόνες...
γυναίκα. .»
«... υπερτερει συντριπτικως.
ο πόλεμος...»
ΨΥΧΑΜΟΙΒΟΣ


Γ'
Το ναυάγιο της «Κίχλης»

«Το ξύλο αυτο που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ωρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ' το, σου το χαρίζω-
δές, ειναι ξύλο λεμονιας...»

Ακουσα τη φωνη
καθως εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
ενα καράβι που το βούλιαξαν εδω και χρόνια-
το 'λεγαν «Κίχλη» ενα μικρο ναυάγιο- τα κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξα στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρου
σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.

Κι αλλες φωνες σιγα-σιγα με τη σειρά τους
ακολούθησαν- ψίθυροι φτενοι και διψασμένοι
που βγαίναν απ' του ηλιου το αλλο μέρος, το σκοτεινό-
θα 'λεγες γύρευαν να πιουν αιμα μία στάλα-
ητανε γνώριμες μα δεν μπορουσα  να τις ξεχωρίσω.

Κι ηρθε η φωνη του γέρου, αυτη την ενιωσα
πέφτοντας στην καρδια της μέρας
ησυχη, σαν ακίνητη:

«Κι ά με δικάσετε να πιω το φαρμάκι, ευχαριστω-
το δίκιο σας θα 'ναι το δίκιο μου που να πηγαίνω
γυρίζοντας σε ξένους τόπους, Ενα στρογγυλο λιθάρι.

Το θάνατο τον προτιμω-
ποιος πάει για το καλύτερο ο θεος το ξέρει».

Χωρες του ηλιου και δεν μπορειτε ν' αντικρίσετε τον ηλιο.
Χωρες του ανθρώπου και δεν μπορειτε ν' αντικρίσετε τον
ανθρωπο.

Το φως
Καθως περνουν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτες που σε καταδικάζουν-
καθως περνουν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες
φωνές,
βλέπεις τον ηλιο με αλλα μάτια-
ξέρεις πως εκεινοι που εμειναν, σε γελουσαν,
το παραμίλημα της σάρκας, ο ομορφος χορος
που τελειώνει στη γύμνια.
Οπως, τη νύχτα στρίβοντας στην ερμη δημοσιά,
αξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενος ζώου
που 'φυγαν κιόλας, ετσι νιώθεις τα μάτια σου
τον ηλιο τον κοιτας, επειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι-
ο δωρικος χιτώνας
που αγγίξανε τα δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά,
ειναι ενα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του ειναι στο
σκοτάδι.
Κι αυτους που αφησαν την παλαίστρα για να πάρουν
δοξάρια
και χτύπησαν το θεληματικο μαραθωνοδρόμο
κι εκεινος ειδε τη σφενδόνη ν' αρμενίζει στο αιμα
ν' αδειάζει ο κόσμος οπως το φεγγάρι
και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια-
τους βλέπεις μες στον ηλιο, πίσω απο τον ηλιο.
Και τα παιδια που κάναν μακροβούτια απο τα μπαστούνια
πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,
σώματα γυμνα βουλιάζοντας μέσα στο μαυρο φως
μ' ενα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,
καθως ο ηλιος ράβει με βελονιες μαλαματένιες
πανια και ξύλα υγρα και χρώματα πελαγίσια-
ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξα
προς τα χαλίκια του βυθου
οι ασπρες λήκυθοι.

Αγγελικο και μαυρο, φως,
γέλιο των κυμάτων στις δημοσιες του πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σε βλέπει ο γέροντας ικέτης
πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στ αιμα του
που γέννησε τον Ετεοκλη και τον Πολυνείκη.
Αγγελικη και μαύρη, μέρα-
η γλυφη γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο
βγαίνει απο το κύμα δροσερο κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρη Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε...
δε σου μιλω για περασμένα, μιλω για την αγάπη
στόλισε τα μαλλιά σου με τ' αγκάθια του ηλιου,
σκοτεινη κοπέλα-
Η καρδια του Σκορπιου βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απο τον ανθρωπο εχει φύγει,
κι ολες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραιες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης
οποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ' αγαπήσει,
στο φως-
και εισαι
σ' ενα μεγάλο σπίτι με πολλα παράθυρα ανοιχτα
τρέχοντας απο κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας απο που
να κοιτάξεις πρωτα,
γιατι θα φύγουν τα πευκα και τα καθρεφτισμένα βουνα
και το τιτιβισμα των πουλιων
θ' αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, απο βορια
και νότο
θ' αδειάσουν τα μάτια σου απο το φως της μέρας
πως σταματουν ξαφνικα κι ολα μαζι τα τζιτζίκια.

Πόρος, «Γαλήνη», 31 του Οχτώβρη 1946



Δεν υπάρχουν σχόλια: