Αναδημοσίευση από το: ΑΛΩΝΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Ο ΟΔΗΓΗΤΗΣ
Δεν είμ’ εγώ σπορά της Τύχης,
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ μαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.
Δεν κατεβαίνω από τα νέφη,
γιατί δε μ’ έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλάβε, που πονείς
Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι,
κρίνα, πουλιά και ψαλμουδιές –
τίποτα ! Εμένα παραστέκουν
οι θυμωμένες σας καρδιές.
Εγώ του καραβιού γοργόνα
στ’ ορθόπλωρο καράβι μπρος.
Απάνω μου σπάνε φουρτούνες
κι άγριος ενάντια μου ο καιρός.
Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώσανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές
Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες !
Όχι μονάχα οι ζωντανοί –
κ’ οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε
σε μιάν αράδα σκοτεινή.
Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες
άπλαστοι ακόμα με βλογούν
κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους
απάνω μου και τα λυγούν.
Δε δίνω λέξες παρηγόρια,
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς·
καθώς το μπήγω μές το χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.
Άκου, πώς παίρνουν οι αγέρες
χιλιάδων χρόνων τη φωνή !
μέσα στο λόγο το δικό μου
Όλ’ η ανθρωπότητα πονεί.
Ω ! πώς τον παίρνουν οι αγέρες
και πώς φωνάζουνε μετά
άβυσσοι μάβροι, τάφοι μάβροι,
ποτάμια γαίματα πηχτά !
'Οθε περνά, γκρεμίζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψεφτιά.
Κ’ ένα στυλώνει κι ανασταίνει,
τό να βασίλειο της Δουλειάς,
(Ειρήνη ! Ειρήνη !) το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.
Από την ποιητική συλλογή «Το φως που καίει» (1922-1945).
Από το βιβλίο: Κώστας Βάρναλης, «Ποιητικά», Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1965, σελ. 86-87.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου