Οι Ισπανοί κονκισταδόρες που έφτασαν στο Περού γύρω στο 1530 αναζητώντας χρυσάφι και ασήμι παρατήρησαν ότι οι Ίνκας έτρωγαν έναν περίεργο χυλό, που φτιαχνόταν από κάτι αποξηραμένους καρπούς –δοκίμασαν και άρχισαν να τρώνε και οι ίδιοι, και τελικά το έφεραν στην Ευρώπη, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι ήταν κάτι πολύ πολυτιμότερο από το χρυσάφι και το ασήμι. Ήταν η πατάτα.
Όταν σκεφτούμε πόσο δεμένη είναι η πατάτα σήμερα με το καθημερινό μας διαιτολόγιο, δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι πριν από λίγους αιώνες ήταν σχεδόν ή εντελώς άγνωστη (βέβαια το ίδιο ισχύει και με τη ντομάτα). Διότι, έστω κι αν έφτασε στην Ισπανία περί το 1550, η πατάτα άργησε πολύ να πάρει τη θέση που έχει σήμερα. Από την αρχή την αντιμετώπισαν με δυσπιστία, για διάφορους λόγους.
Καταρχάς, για κανα-δυο αιώνες κανείς δεν είχε σκεφτεί να την ξεφλουδίσει. Έπειτα, πολλοί δοκίμασαν να τη φάνε ωμή, με αποτέλεσμα να αρρωστήσουν –έτσι, διαδόθηκε ότι η πατάτα προκαλεί λέπρα. Απωθητικό ήταν και το γεγονός ότι φύτρωνε κάτω από τη γη, και έδωσε λαβή να αναπτυχθούν διάφορες δεισιδαιμονίες. Έπειτα, δεν έκανε καμιά εντύπωση έτσι όπως ήταν άοσμη και άγευστη. Την καλλιεργούσαν κυρίως για ζωοτροφή.
Το όνομα της πατάτας βγήκε από ένα μπέρδεμα. Οι Ισπανοί γνώρισαν δυο παρεμφερή φυτά στον Νέο Κόσμο: την πατάτα, στο Περού, που την είπαν papa, όπως είναι στην γλώσσα Κέτσουα, και τη γλυκοπατάτα, που την είπαν batata, λέξη των Ινδιάνων της Ισπανιόλας (το μεγάλο νησί που σήμερα είναι χωρισμένο στην Αϊτή και τη Δομινικανή Δημοκρατία). Από τη διασταύρωση των λέξεων papa και batata προέκυψε ο όρος patata, που αρχικά τον χρησιμοποιούσαν αδιακρίτως και για γλυκοπατάτες και για πατάτες, και που διαδόθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, μεταξύ των οποίων και στα ελληνικά.
Όταν έφτασαν οι πρώτες πατάτες πεσκέσι στον Πάπα της Ρώμης από τους Ισπανούς βασιλιάδες, αυτός ανέθεσε στον βοτανολόγο Clusius να τις μελετήσει, κι ο Clusius σκέφτηκε να τις αποκαλέσει σε όχι και πολύ καλά λατινικά, taratufli, μικρές τρούφες (η τρούφα είναι tartuffo στα σημερινά ιταλικά). Γιατί τρούφες; Επειδή ήταν κόνδυλοι που φύτρωναν κάτω από τη γη, όπως οι βολβοί της τρούφας. Ο Πάπας το taratufli το μετέτρεψε σε tartufoli, και από εκεί πέρασε στα γερμανικά (Kartoffel), αλλά και στα γαλλικά (cartoufle, άσχετο αν δεν έπιασε). Η γερμανική ονομασία περνάει στα ρωσικά (καρτόφελ) και σε άλλες γλώσσες (ρουμάνικα και βουλγάρικα: καρτόφ).
Οι Γάλλοι όμως, αντί να δανειστούν, έπλασαν μια καινούργια λέξη για τις πατάτες, τις είπαν «μήλο της γης», pomme de terre. Το μεταφραστικό αυτό δάνειο πέρασε και σε άλλες γλώσσες: στα νότια γερμανικά, Erdapfel, στα ολλανδικά aardappel, και βέβαια στα ελληνικά, γεώμηλον. Άλλοι, προτίμησαν να δουν «αχλάδια της γης», απ’ όπου το Grundbirn σε διάφορες γερμανικές διάλεκτες, το λουξεμβουργιανό Gromper, αλλά και το κροατικό krumpir και το παρεμφερές σέρβικο. Πάντως, και στα γαλλικά υπάρχει η λέξη patate, στη λαϊκή γλώσσα, και έχει πάρει και μεταφορικές σημασίες όπως θα δούμε παρακάτω.
Στο μεταξύ, οι επιστήμονες και η άρχουσα τάξη διέγνωσαν πρώτοι τη μεγάλη διατροφική αξία της πατάτας. Σ’ αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο ο γάλλος Παρμαντιέ, που ήταν φαρμακοποιός του στρατού στον επταετή πόλεμο· οι Γερμανοί τον έπιασαν αιχμάλωτο και στη φυλακή το σιτηρέσιο ήταν κατάλληλο μόνο για ζώα: πατάτες. Όταν γύρισε στη Γαλλία το 1763 άρχισε να προωθεί την κατανάλωση πατάτας, γράφοντας βιβλία στα οποία τόνιζε τη διατροφική της αξία, αλλά και με διάφορα τεχνάσματα, όπως ας πούμε όταν έπεισε τη Μαρία Αντουανέτα να φορέσει σε έναν μεγάλο χορό ένα στεφάνι από άνθη πατάτας. Τελικά, μερικές χρονιές με σιτοδεία αποδείχτηκαν το καλύτερο διαφημιστικό: μπρος στην πείνα, οι επιφυλάξεις ξεπεράστηκαν και ο κόσμος άρχισε να συνηθίζει την πατάτα και να μαθαίνει να τη μαγειρεύει όλο και καλύτερα (κάποτε σκέφτηκαν επιτέλους και να την τηγανίσουν!).
Η πατάτα έσωσε τους πολιορκημένους Παριζιάνους από την πείνα την περίοδο της πρώτης Κομμούνας, το 1795, όταν η επαναστατική κυβέρνηση διέταξε να φυτευτούν πατάτες παντού, ακόμα και στους κήπους του Κεραμεικού. Η Γαλλία άλλωστε θεωρείται ότι οφείλει την αύξηση του πληθυσμού της κατά τον 19ο αιώνα, που ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στο γεγονός ότι έδωσε μεγάλη σημασία στην καλλιέργεια της πατάτας, του «ψωμιού των φτωχών».
Κι άλλη μια χώρα επιδόθηκε με ζήλο στην καλλιέργεια της πατάτας και μάλιστα νωρίτερα κι απ’ τη Γαλλία, και σχεδόν διπλασίασε τον πληθυσμό της: ήταν η Ιρλανδία, που έφτασε τα 8 εκατομμύρια κατοίκους, που με μια δόση υπερβολής θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα όλοι οι Ιρλανδοί καλλιεργούσαν μόνο πατάτες και όλοι έτρωγαν μόνο πατάτες. Τότε χτύπησε η καταστροφή: ένας μύκητας, ο περονόσπορος, κατέστρεψε τη σοδειά του 1844 και, επειδή οι σπόροι για την επόμενη σοδειά προέρχονταν από τις φυτεμένες πατάτες, και τις σοδειές των επόμενων ετών. Ενώ οι χωρικοί λιμοκτονούσαν, οι γαιοκτήμονες συνέχιζαν να εξάγουν ενώ ο αγγλικός στρατός αρνήθηκε να ανοίξει τις αποθήκες του. Ο λιμός κράτησε ως το 1851. Πάνω από 1 εκατομμύριο πέθαναν, αλλά πολύ περισσότεροι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν, είτε αμέσως είτε στις επόμενες δεκαετίες και το 1911 ο πληθυσμός της Ιρλανδίας είχε πέσει στα 4,4 εκατομμύρια –όσα και το 1800. Ακόμα και σήμερα, η Ιρλανδία δεν έχει φτάσει τον πληθυσμό που είχε πριν από το κακό: σήμερα έχει (ολόκληρο το νησί) πληθυσμό γύρω στα 6,5 εκατομμύρια.
Στην Ελλάδα η πατάτα εισάχθηκε επί Ιωάννη Καποδίστρια το 1828 –τότε ήταν που την είπαν και «γεώμηλο». Στις επιστολές του προς τον Εϋνάρδο φαίνονται καθαρά οι προσπάθειες που κατέβαλε ο κυβερνήτης για τη διάδοση της πατάτας. Ωστόσο, κι εδώ τα πρώτα βήματα ήταν διστακτικά. Όλοι θα έχουμε ακούσει, στο σχολείο συνήθως, μια γουστόζικη ιστορία, ότι τάχα ο Καποδίστριας στην αρχή έβαλε να μοιράσουν τζάμπα τις πατάτες αλλά δεν τις έπαιρνε κανείς· για να υπερνικήσει τη δυσπιστία των χωρικών, τότε, τις έκλεισε σε μιαν αποθήκη στο λιμάνι του Αναπλιού (άλλοι λένε της Αίγινας), που έβαλε να τη φρουρούν πάνοπλοι στρατιώτες –όμως, είχε δώσει εντολή στους φρουρούς να αποσυρθούν τη νύχτα ή να κάνουν ότι αποκοιμιούνται, και φυσικά οι ντόπιοι, που είχαν πεισθεί ότι κάτι πολύ πολύτιμο θα είναι αυτές οι πατάτες, άρχισαν να μπαίνουν στην αποθήκη και να τις κλέβουν!
Ωραία ιστορία, αλλά μάλλον δεν είναι αληθινή –δεν υπάρχει καμιά τέτοια μαρτυρία και ο Παλαιολόγος, που έγραψε εκτενώς για τα «γεώμηλα» από το 1828 και μετά δεν αναφέρει τίποτα. Επιπλέον… η ίδια ακριβώς ιστορία, με τις ίδιες λεπτομέρειες, λέγεται επίσης ότι συνέβη στη Γερμανία, στη Ρωσία με τη Μεγάλη Αικατερίνη (όπου, μάλιστα, διάβασα ότι η εκκλησία ήταν αντίθετη στην πατάτα επειδή… δεν την αναφέρει η Βίβλος) και στη Γαλλία, όπου ο Παρμαντιέ πήρε άδεια από τον Λουδοβίκο τον 16ο να φυτέψει πατάτες σε μια άγονη έκταση στο Νεγί (εκεί που είναι σήμερα μια από τις ακριβότερες περιοχές του Παρισιού και όπου ήταν δήμαρχος ο Σαρκοζί) και, για να παρακινήσει τους συμπολίτες του να δοκιμάσουν, λέγεται ότι χρησιμοποίησε το τέχνασμα με τη φρουρά –στην περίπτωση του Παρμαντιέ, που κι άλλα διαφημιστικά τεχνάσματα είχε χρησιμοποιήσει, δεν αποκλείεται να αληθεύει η ιστορία.
Ανέφερα πιο πάνω τον Παλαιολόγο· εννοώ τον Γρηγόριο Παλαιολόγο, Φαναριώτη γεωπόνο και λόγιο, που έγραψε τον Πολυπαθή, ένα από τα πρώτα ελληνικά μυθιστορήματα. Ο Παλαιολόγος πρέπει να είναι αυτός που έβαλε τη λ. «γεώμηλον» στην ελληνική γλώσσα. Έγραψε πραγματεία για την πατάτα το 1828, και σε άλλα έργα γεωργικής οικονομίας δεν παύει να τονίζει τη μεγάλη διατροφική αξία της πατάτας που είναι πενταπλάσια του σιταριού. Καλλιέργησε κι ο ίδιος πατάτες, με επιτυχία, στους Αγγελόκηπους (έτσι λέγονταν τότε οι Αμπελόκηποι).
Αφού μπήκε τόσο αργά στη ζωή μας η πατάτα, δεν είναι περίεργο ότι δεν έχει εισχωρήσει και τόσο πολύ στη φρασεολογία μας και ότι οι εκφράσεις που θα δούμε είναι οι περισσότερες αστικές. Πατάτα λέμε τη γκάφα που κάναμε –την ίδια περίπου σημασία έχει και το γαλλικό faire une patate, οπότε μπορεί να είναι και δάνειο. Πατάτα λέγεται επίσης κάτι το αποτυχημένο, π.χ. ένα βαρετό φιλμ στον κινηματογράφο. Για έναν γεροδεμένο αλλά δειλό, λέμε καμιά φορά «στήθος μάρμαρο, καρδιά πατάτα». Μια κατ’ εξαίρεση αγροτική έκφραση είναι η «άλλο κάρο με πατάτες!» που την έχω βρει σε συλλογές φράσεων σαν παράδειγμα ασυνεννοησίας αλλά σήμερα πιο πολύ χρησιμοποιείται σαν συνώνυμη της έκφρασης «άλλο καπέλο αυτό». Κι άλλη μια λαϊκή χρήση της πατάτας, στην έκφραση «απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού μ’ αρέσουν οι ντομάτες κι απ’ όλα τα πετούμενα μ’ αρέσουν οι πατάτες» που νομίζω ότι στον Καραγκιόζη ακούστηκε.
Τέλος, το δύσκολο ζήτημα που προτιμάμε να μην καταπιαστούμε μαζί του, το λέμε «καυτή πατάτα», έκφραση που έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον τελευταία στη δημοσιογραφική γλώσσα. Είναι δάνειο από το αμερικανικό hot potato. Και πράγματι, η πατάτα ζεματάει χαρακτηριστικά.
Είπαμε πώς λέγεται σε πολλές γλώσσες η πατάτα, αλλά ξεχάσαμε τα τούρκικα. Στα τούρκικα λοιπόν, η πατάτα λέγεται… patates. Προσοχή, patates είναι ο ενικός αριθμός. Προφανώς, τη λέξη την έμαθαν από ρωμιούς μανάβηδες ή εμπόρους που διαλαλούσαν «πατάτες». Κάτι ανάλογο έχει συμβεί και με τις ντομάτες (tomates στα τούρκικα) αλλά και με διάφορα ψαρικά (π.χ. barbunya). Όσο για την ποντιακή διάλεκτο, εκεί οι πατάτες λέγονται καρτόφια. Πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται για δάνειο από τα γερμανικά, και με μια έννοια είναι –αλλά όχι απευθείας από τα γερμανικά, διότι απευθείας επαφές Ποντίων και Γερμανών λίγες υπήρχαν πριν από τον 20ό αιώνα· τα ποντιακά δανείστηκαν την έκφραση από τα ρωσικά (όπου είναι επίσης καρτόφελ), όπου βέβαια η λέξη μπήκε από τα γερμανικά ως δάνειο.
Μεγάλο το ταξίδι της πατάτας, μεγάλη και η χάρη της που τρέφει τη φτωχολογιά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου