Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

ΜΝΗΜΟΝΕΥΕΤΕ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΤΟ 2011 ανακηρύχθηκε από το υπουργείο πολιτισμού 'Έτος Ελύτη" για την συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του.  
Συμπληρώθηκαν επίσης φέτος  τα 100 χρόνια από τον θάνατο του μεγαλύτερου Έλληνα διηγηματογράφου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
«Όταν βρίσκεστε σε δύσκολες στιγμές, αδελφοί, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό, μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ….», μας προτρέπει ο Οδυσσέας Ελύτης.
Άς το κάνουμε στην παρούσα ανάρτηση με την μνημόνευση ενός εκτεταμμένου διηγήματός του.
Καλή ανάγνωση.

Βαρδιάνος στα σπόρκα


Πίσω, εις τες Πλάκες, επάνω εις ένα βράχον ριζωμένον εις την θάλασσαν, εκεί ήτο το σπιτάκι της θεια-Σκεύως της Γιαλινίτσας. Ο βράχος έβλεπε προς μεσημβρίαν, και από το έν μέρος επρόβαλλε το πρωί ο ήλιος, ανάμεσα από τρία νησάκια και από μίαν υψηλήν λευκήν κορυφήν, χρυσώνων με τας ακτίνας του όλα, το πράσινον της θαμνοσκεπούς και σχοινοφύτου ακτής, κλειούσης ανατολικώς τον λιμένα, την θάλασσαν ρυτιδουμένην και φωσφορίζουσαν εις χιλίας μυριάδας υγρών πτυχών, πλήττουσαν τα Μυρμήκια, υφάλους μόλις ανεχούσας από το κύμα, το Δασκαλειό, μικρόν φαιοπρασινίζον νησίδιον, και το ογκώδες και άκομψον Μπούρτσι· χρυσώνων τα κατάρτια και τας κεραίας και τα εξάρτια των πλοίων, κατά τας ημέρας του χειμώνος, όταν ολίγα τούτων παρεχείμαζον εις τον λιμένα. Από το άλλο μέρος εβασίλευε το βράδυ, σπεύδων να κρυβεί όπισθεν του βαθυπρασίνου βουνού, της Πευκόρραχης, αφήνων τα δένδρα να σείωνται ελαφρώς από την αύραν, και τα αόρατα εκείνα μυρία έντομα να τρύζωσι μελαγχολικώς εις το βαθύ σκότος.

Εις μήκος πεντακοσίων βημάτων προς το πέλαγος εξηπλούντο, προκύπτουσαι από της ακτής, οι Πλάκες, μακρός λαιμός εντός της θαλάσσης, απολήγων ένθεν και ένθεν εις τον Μεγάλον Κάππαριν, εις τον Μικρόν Κάππαριν, εις τον Μύτικα, και εις το μονήρες και πελαγωμένον Κατεργάκι, τα μεν υψηλούς ορθίους βράχους, τα δε μάρμαρα χθαμαλά, αλίπληκτα, πότε λουόμενα εις το κύμα, πότε θερμαινόμενα εις τον ήλιον. Τα μάρμαρα ή αι πλάκες αύται εχρησίμευον διά τας πτωχάς γυναίκας να λευκαίνωσι τα ακέραια υφαντά πανιά, να πλύνωσι τα σπάργανα, τα σινδόνια, και τα ράκη των εις το κύμα, και να τα ξεγλυκαίνωσιν είτα εις το γλυφόν νερόν, το ρέον από τινος ρωγμής αναμέσον του κρημνού, οι δε βράχοι, εχρησίμευον εις τα παιδία της γειτονιάς να «δίνουν βουτιά» ή να «δίνουν παλούκια», να πηδώσι δηλαδή με την κεφαλήν ή με τους πόδας εις το κύμα, όταν εκολύμβων το θέρος, τα μεν αρχοντόπουλα άπαξ της ημέρας, τα δε πρωχόπαιδα δεκάκις της ημέρας, από πρωίας μέχρις εσπέρας με μικρά διαλείμματα. Και δεν ήτο του τυχόντος πρωτοπείρου να δώσει «βουτιά» ή και «παλούκια» από τον Μύτικα και από τους δύο Καππάρεις. Υπήρχε βαθμολογία ακριβής, αυστηρά, από γενεάς εις γενεάν παραδιδομένη και απαρεγκλίτως τηρουμένη μεταξύ των διαφόρων ομάδων των μαθητών του Ελληνικού σχολείου, ως και των παιδίων του δρόμου.

Ο αρχάριος ώφειλε κατ’ αρχάς να «δώσει» από την Βεργούλα, μικρόν βράχον μόλις ανίσχοντα της θαλάσσης· ακολούθως, άμα έπλεε καλώς και ηδύνατο να φθάνει εις το Κατεργάκι, το οποίον απείχε τρεις οργυιάς από τες Πλάκες, και ευρίσκετο εις τα νερά δύο οργυιών βάθους, του επετρέπετο να «δώσει» από το Κατεργάκι, το οποίον ήτο κατά τι υψηλότερον του πρώτου βράχου. Κατόπιν, αφού ησκείτο αρκετά, ηδύνατο να «δώσει» από τον μικρόν Κάππαριν. Εννοείται ότι η βουτιά ήρχετο κατά ένα βαθμόν οψιμωτέρα από τα παλούκια· όταν δηλαδή ο μαθητευόμενος ήρχιζε να πηδά ορθός από τον μικρόν Κάππαριν, τότε ήρχιζε συγχρόνως να πηδά κατακεφαλής από το Κατεργάκι, και ούτω καθεξής. Είτα, όταν μετέβαινεν εις τον Μύτικα, τότε ήρχιζε να «δίνει βουτιά» από τον μικρόν Κάππαριν. Και τέλος όταν επροβιβάζετο εις τον μέγαν Κάππαριν, τότε «έδιδε βουτιά» από τον Μύτικα. Άμα δ’ έφθανέ τις εις τον βαθμόν να δίδει κατ’ αρχάς παλούκια, είτα βουτιά από τον μέγαν Κάππαριν, τότε πλέον εξεσκολούσε από τες Πλάκες, από τον Μώλον, από το Κοχύλι και όλους αυτούς τους κολπίσκους και τους βράχους της ακρογιαλιάς, και ώφειλε του λοιπού να εκτελεί επιδρομάς εις τα καράβια, ν’ αναρριχάται διά των πλευρών ή των αλύσεων εις το κατάστρωμα, ν’ ανέρχηται διά των εξαρτίων εις τας κεραίας και να δίνει από το μπαστούνι κατ’ αρχάς, είτα από τον τρίγκον και τελευταίον από τον παπαφίγκον. Και ταύτα, με όλας τας βραχνάς κραυγάς του πλοιάρχου, από την παραθαλασσίαν αγοράν, του μούτσου από την πρύμνην και του σκύλου από την πρώραν, οίτινες έκραζον όλοι με μίαν φωνήν:«Στο γιαλό, κανάγια, στο γιαλό!»

Από το εν μέρος των Πλακών, έκειτο η Σπηλιά, εσοχή του βράχου προς την ξηράν υπεράνω του οποίου εκρέμαντο ως εναέρια τα σπιτάκια της φτωχολογιάς, αραδιασμένα, εύρυθμα εν τη αταξία, πάλλευκα από άφθονα ασβεστώματα· από το άλλο μέρος εξετείνετο το Κοχύλι, άλλος πλατύς λαιμός προέχων εις το πέλαγος, επάνω του οποίου εφαίνετο μικρός ανεμόμυλος με έν μισοφαγωμένον πανίον, με δύο γεράς πτέρυγας και με μίαν μισοσπασμένην, πληττομένας ραγδαίως υπό του ανέμου· κι εκείθεν του βράχου προς δυσμάς έκειντο τα Μνημούρια της πολίχνης, όπου εκοιμώντο τον χρόνιον ύπνον όσοι είχον ζήσει ποτέ…

Ανάμεσα εις τες Πλάκες και εις την Σπηλιά, προς ανατολάς, ευρίσκετο ο αρσανάς των Μαθιναίων, παλαιόν κτίριον, τρίπατον, παραπλήσιον με τους μοναστηριακούς αρσανάδες του Αγίου Όρους. Διά να καταβεί τις από τον βράχον και να φθάσει εις την άμμον της ακρογιαλιάς, δεν είχεν ανάγκην να τρεμουλιάσουν τα γόνατά του, το οποίον θα συνέβαινεν αν κατήρχετο διά της κρημνώδους και στενής ατραπού, αοράτου εις το βλέμμα και μόλις βατής εις τον πόδα. Τα τρία πατώματα του αρσανά ηνώνοντο το έν με το άλλο από τρεις καραβίσες σκάλες. Η πρώτη ήρχιζεν από την σκεπήν, διά του φεγγίτου, και κατήρχετο εις το άνω πάτωμα, η δευτέρα έφθανεν εις το μεσαίον πάτωμα, και η τρίτη εις το ισόγειον, το γυμνόν έδαφος της γης. Εις το άνω πάτωμα ερροκάνιζαν και επριόνιζαν ξύλα, εις το δεύτερον επελεκούσαν στραβόξυλα, και εις το ισόγειον εσκάρωναν βάρκες.

Έξω του αρσανά, επί της άμμου, στενής όσον διά να σύρει τις ψαράδικην τράταν και την διπλαρώσει κατά μήκος του βράχου, ήσαν σκαρωμένα, πότε δύο βάρκες, πότε μικρόν τρεχαντήρι, πότε κότερον· πας εμποροπλοίαρχος από το Τρίκερι και από τον Κισσόν, από την Ζαγοράν και από τον Λαύκον, κάποτε από το Λιτόχωρον και από τα χωρία της Κασσάνδρας, καταπλέων εις την νήσον τον χειμώνα, έδιδε παραγγελίαν εις τους Μαθιναίους να του ναυπηγήσουν βάρκαν ή τσερνίκι, μαούναν ή κότερον, βρατσέραν ή τράταν, άφηνε πέντε λίρας διά καπάρον, απέπλεεν ήσυχος, επανήρχετο το θέρος και εύρισκε την παραγγελίαν του τελειωμένην. Αλλ’ ο γερο-Μαθινός, μετά των υιών του, έχοντες από γενεών φήμην καλών ναυπηγών, είχον να παλαίσωσι προς την Νοτιάν, ήτις έπιανεν όχι μετρίως εις την ακρογιαλιάν εκείνην. Μέσα το ισόγειον του αρσανά δεν εχώρει προς ναυπήγησιν μαγαλυτέρου πλοίου· έξω τα μολυβδόχροα, μονότονα και μελαγχολικά κύματα της Νοτιάς ηπείλουν ν’ αρπάσωσι προώρως την βρατσέραν ή το τσερνίκι, την μαούναν ή το κότερον, τα οποία ο γερο-Μαθινός είχε σκαρωμένα επί της αμμουδιάς. Η σκαρωμένη σκάφη συνέδεεν ούτω πρόωρον γνωριμίαν με το κύμα, εγεύετο το δριμύ της άλμης, εκυματοποτίζετο κι εθαλασσοδέρνετο, και ο γερο-Μαθινός, όστις ήξευρε καλά την τέχνην του, είχε τους πάλους εμπηγμένους βαθιά κάτου εις την γην, υπό το επίστρωμα της πυκνής και πατημένης λεπτής άμμου, και η Νοτιά με όλην την ύπουλον μανίαν και το φούσκωμά της δεν ήτο ικανή να του αρπάσει το σκαρί του, το έργον των χειρών του, από τας αγκάλας του. Ο αρσανάς ήτο κτισμένος σύρριζα εις τον βράχον από τριών ή τεσσάρων γενεών, και κατ’ εκείνον τον χρόνον η λωρίς της άμμου θα ήτο πολύ πλατυτέρα· αλλ’ η θάλασσα είχε φάει εν τω μεταξύ μέρος του βράχου, και η λωρίς είχε καταστεί παραπολύ στενή.

Σύρριζα εις τον βράχον, απ’ επάνω από τον αρσανάν του γερο-Μαθινού, ήτο κτισμένον και το σπιτάκι της γριάς Σκεύως της Γιαλινίτσας. Την πρωίαν εκείνην άμα εξύπνησεν, εστάθη κι έκαμε τον σταυρόν της εμπρός εις την Παναγίτσαν της, Παναγίτσαν ίσην με το μέτωπον μικράς τριετούς κόρης, μικράν Παναγίτσαν ασημωμένην· της την είχε φέρει ο μακαρίτης ο άνδρας της από την Ρωσίαν, τον καιρόν εκείνον όταν οι ναύται έκαμναν ταξίδια εις την Ρωσίαν και έφερναν καλούδια απ’ εκεί· και εμπρός εις το μικρόν εικόνισμα του Αγίου Νικολάου, με το στεφάνι, το Ευαγγέλιον και το επιγονάτιον ασημωμένα, εικόνισμα ίσον κατά το σχήμα με Τετραβάγγελον του κόρφου. Όταν είχε ξεπέσει ο μακαρίτης ο άνδρας της, και από σκούναν, οποίαν είχε πριν, απέκτησε μίαν βάρκαν, διά να ψαρεύει και κουβαλεί ξύλα από το Καλαμάκι και από την Κεχρεάν, δύο απωτέρους αιγιαλούς του τόπου, είχε το εικονισμάτιον τούτο πάντοτε μαζί του εις την βάρκαν, και διετήρει το κανδηλάκι αναμμένον εμπρός εις το εικόνισμα, μέσα εις το μικρό καμαρίνι, πίσω, εις την πρύμνην της βάρκας. Τρεις βάρκες είχεν αλλάξει, εις οκτώ χρόνια, ο αδιαφόρετος, ο καπετάν Γιαλής. Τρεις φορές, ο λιγοζώητος –ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του –είχε βουλιάξει, την μίαν φοράν εις το πέλαγος, τας άλλας δύο έπεσεν έξω εις την στερεάν. Τρεις φορές το εικόνισμα, ενώ ήτον πίσω εις το καμαρίνι, με το κανδηλάκι αναμμένο εμπρός, ευρέθη, ενώ αυτός έπλεε κολυμβών να γλυτώσει, εις τον κόρφον του καπετάν Γιαλή, ως να του έλεγε: «Σε σώζω ως Άγιος, σώσε με ως κειμήλιον». Και τότε ο μακαρίτης ησθάνθη ασυνήθη ελαφρότητα εις το κολύμβημα, κι έπλευσεν επάνω εις τα κύματα κι ενίκησε την μανίαν των, κι εγλύτωσε. Κατ’ άλλην δε έκδοσιν, η παράδοσις είχεν ούτω: Τας δύο πρώτας φοράς, ο καπετάν Γιαλής, πριν πέσει εις το κύμα, εσυλλογίσθη κι έβαλε το εικόνισμα εις τον κόρφον του, το οποίον και τον συνιστά μεγάλως εις την εκτίμησιν των μελλουσών γενεών· την τρίτην φοράν, εξέχασεν ως άνθρωπος, κι εκοίταξε να σωθεί, αφήσας το εικόνισμα εις την τύχην του· αλλά τότε το εικόνισμα ευρέθη μοναχόν του θαυμασίως, εις τον κόλπον του ναυαγού, ως να του έλεγε: «Πού με αφήνεις;»

Αυταί και άλλαι αναμνήσεις ήλθαν την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα της γρια-Σκεύως, ενώ έκαμνε τον σταυρόν της εμπρός εις τα εικονίσματα. Είτα εγύρισε προς το μικρόν παραθυράκι της, το βλέπον εις την θάλασσαν κι έρριξε βλέμμα εις το πέλαγος, και βλέπει… διότι αν και γραία είχεν ευτυχώς ακμαίαν την όρασιν, -αντικρύ, ανάμεσα εις τα δύο νησιά τα καλούμενα Μικρός Τσουγκριάς και Μεγάλος Τσουγκριάς – ω, τι να ιδεί; ένα καράβι αραγμένο. Το πράγμα την εξέπληξεν. Ήτο δε ασύνηθες. Συνήθεια δεν ήτο ν’ αράζουν εις το μέρος εκείνο, εις απόστασιν δύο και τριών μιλίων από την πόλιν, τα καράβια όσα κατέπλεον εις τον λιμένα. Ουδ’ ήτο καν λιμήν εκεί. Ήτο σχετικώς υπήνεμον το μέρος, αλλ’ ήτο έξω σχεδόν του στομίου του λιμένος, και ανάμεσα εις δύο ερημονήσια.

Δεν ήτο μόνον έκπληξις το αίσθημα το οποίον εδοκίμασεν η γραία Σκεύω, αλλά και ταραχή καρδίας. Την νύκτα εκείνην ακριβώς και την προ αυτής ημέραν, καθώς και όλας τας νύκτας και τας ημέρας, εσυλλογίζετο τον υιόν της, τον μοναχογυιόν της, τον Σταύρον της –όστις της είχε μείνει, αυτός και μία ύπανδρος κόρη άκληρος, βακτηρία του γήρατός της. Εικοσαέτης, άγαμος, ήτο λοστρόμος μ’ έν εντόπιον καράβι. Το καράβι είχε καταπλεύσει από τον Ποταμόν και είχε καταβεί εις την Πόλιν. Το είχε μάθει προ μηνός ότε έλαβε γράμμα. Το καράβι ήτον να καταβεί εις την Άσπρη Θάλασσα, αλλ’ ο υιός της δεν ήξευρε να της γράψει, αν ο πλοίαρχος είχε σκοπόν ν’ απεράσουν από την πατρίδα ή όχι. Ήλπιζεν όμως ότι θ’ απερνούσαν. Κατόπιν αφού έλαβε το γράμμα και απέρασαν δύο εβδομάδες, ήρχισεν έξαφνα ν’ ακούεται χολέρα εις τα μέρη της Αραπιάς και εις το Μισίρι, χολέρα και εις την Ανατολήν και εις την Σμύρνην και αλλού… Είπαν πως πήγε η χολέρα και εις την Πόλιν. Ο Θεός να φυλάξει όλους τους χριστιανούς, και δεύτερον το παιδάκι της, εκεί που είναι, καλή του ώρα…

Δυστυχισμένη χρονιά εκείνη… Εις αυτά τα τελευταία χρονιά είχεν αρχίσει να εφαρμόζεται το «Κάθε πέρσι καλύτερα». Η φτώχεια ήτον μεγάλη, η γρίνια ακόμη μεγαλυτέρα. Το δε χειρότερον ήτο η ασθένεια… -Ο Θεός να φυλάγει και πάλιν όλον τον κόσμον, και δεύτερον εμάς, τους αμαρτωλούς. –Μεγάλα δεινά, αφορία, πείνα, αρρώστια, όλα μαζί, ηκούοντο. Και ο φόβος τα έκαμνε μεγαλύτερα. Η δε αμαρτία έκαμνε μεγαλύτερον τον φόβον. Καλή μετάνοια! χριστιανοί. Καλή φώτιση και καλά υστερνά. Ούτω εκήρυττε και ούτω ελάμβανε το θάρρος να συμβουλεύει τας νεωτέρας η γραία Σκεύω. Αλλ’ εκείναι, αι περισσότεραι εξ αυτών, αι ανοητότεραι, την επεριγέλων. Και τα παιδία ακόμη, οι κλήρες αυτού του καιρού, η νέα πλάσις, την εμυκτήριζον, και της εφώναζαν: «Σκεύω Σαβουρόκοφα! Σκεύω Σαβουρόκοφα!»

Σαβουρόκοφα ήτο το παρωνύμιον με το οποίον την είχε προικίσει η αδυσώπητος κακολογία της γειτονιάς. Επειδή ήτο κάπως κοντή και στρογγυλή το σώμα, την επαρωμοίασαν με τους χονδρούς κοφίνους, δι’ ων εισκομίζεται η σαβούρα εις τα αμπάρια των αρτίως εκφορτωθέντων πλοίων. Αλλ’ αυτή, ως η καρίνα φέρει τα στραβόξυλα εις τον αρσανάν του γερο-Μαθινού, έφερεν εν υπομονή τας ιδιοτροπίας, τους χλευασμούς και τους ονειδισμούς όλων. Και δεν απέκαμνε να νουθετεί και να συμβουλεύει εις το καλόν. Εφρόνει ότι ήτο καιρός πλέον να έλθει μετάνοια. Αρκετά δεινά είχον έλθει εις τον κόσμον και περισσότερα ακόμη ηπείλουν να ενσκήψωσιν. Η αρρώστια δεν ήτο το ελάχιστον εξ αυτών. Και η αρρώστια ηπείλει ήδη πανταχόθεν να εισβάλει.

Η γειτόνισσα η Λενιώ η Γαρμπίνα, μία γραία ήτις συνήθιζε συχνά να βλέπει οπτασίας, είχεν ιδεί εφέτος πάλιν μίαν φοβεράν, ολοφάνερα, με τα μάτια της. Τρεις γυναίκες με τα μαύρα είχαν παρουσιασθεί, ημέρα μεσημέρι, εις το σταυροδρόμιον, σιμά εις την οικίαν της. Η πρώτη τούτων ήτο μαύρη, κατάμαυρη το πρόσωπον, η δευτέρα ήτο κίτρινη φλωρί, η τρίτη ήτο κόκκινη κρεμίζι. Κανείς δεν τας εγνώριζεν, αν και ολίγοι τας είδον, και ήτο προφανές ότι ήτο οπτασία, όραμα υπερφυσικόν. Τας είχεν ιδεί αυτή η Λενιώ η Γαρμπίνα, η γειτόνισσά της, η Ζαχαρού η φουρνάρισσα και μία επταετής κορασίς, η Δεσποινιώ, η θυγάτηρ της Πεπερούς. Ήτο πρόδηλον ότι η πρώτη των τριών εξωτικών γυναικών, η μαύρη, ήτο η Πανούκλα, η δευτέρα, η κίτρινη ήτο βεβαίως η Χολέρα, και η άλλη, η κόκκινη, ήτο χωρίς άλλο η Οστρακιά. Είχαν έλθει εις το χωρίον μυστηριωδώς, ίσως διά να δώσουν είδησιν ότι δεν είναι μακράν. Ίσως να ήτο και διά καλόν, εσχολίαζεν η γραία Σκεύω, διά να λάβουν είδησιν οι χριστιανοί και σπεύσωσι να μετανοήσωσιν. Αλλά και η Ολυμπιάς, η καλόγρια, η εκκλησιάρχισσα του ναού της Παναγίας, έβλεπε διαφόρους οπτασίας καθ’ ύπνον, κι εσυμβούλευεν όλας τας γυναίκας να μετανοήσωσι.

Γεμάτη από τους λογισμούς τούτους, έβλεπεν η γραία Σκεύω το καράβι το αραγμένον μακράν εκεί, ανάμεσα εις τα δύο νησιά, και ηπόρει πού ευρέθει εκεί. Της εφαίνετο ως συνέχεια της οπτασίας, την οποίαν είχεν ιδεί η Λενιώ η Γαρμπίνα. «Ίσως από το καράβι αυτό, εσυλλογίσθη ως εν ονείρω η γρια-Σκεύω, να ξεμπαρκάρισαν οι τρεις γυναίκες που είδε προχτές η γειτόνισσα, το Λενιώ». Ύστερα, ως να εξύπνησεν αποτόμως, ευθύς πάλιν εσυλλογίσθη ότι, αι τρεις εκείναι γυναίκες, αφού ήσαν έξω απ’ εδώ, δεν είχαν ανάγκην κανενός καραβιού, από το οποίον να ξεμβαρκάρουν. Και επειδή ήκουσεν εκείνην την στιγμήν τον εύθυμον κρότον της σκεπάρνης του ναυπηγού, κάτω εις τον αιγιαλόν, εσυλλογίσθη να ερωτήσει τον γερο-Μαθινόν να μάθει, και κύψασα έξω του παραθύρου εφώναξε:

- Γείτονα, μαστρο-Δημήτρη!

Απότομος διακοπή του κρότου της σκεπάρνης της έδωκεν είδησιν ότι ο ναυπηγός ήκουσε την φωνήν της. Τω όντι, ο γερο-Μαθινός, όστις εφαίνετο αντικρύ εις τα πρόθυρα του αρσανά, κύπτων επί της άμμου και πελεκών, είχεν ανακύψει, και θέσας την χείρα περί την οφρύν, έβλεπεν άνω εις τον βράχον.

- Γείτονα, μαστρο-Δημήτρη, επανέλαβεν η Σκεύω, ποιο είν’ εκείνο το καράβι;

Ο γερο-Μαθινός, όστις ουδόλως είχεν ιδεί το καράβι, ίσως διότι δεν έβλεπεν αρκετά μακράν, και την στιγμήν εκείνην τον εθάμβωνεν ο ανατέλλων ήλιος, ίσως και διότι η άκρα του λαιμού των Πλακών, λοξεύουσα ολίγον προς τα νοτιανατολικά, έκρυπτεν από τους οφλαλμούς του το πλοίον, απήντησεν ως ηχώ:

- Καράβι!

Η γραία Σκεύω επανέλαβε:

- Το καράβι, που είναι αντίκρυ, ανάμεσα στα δυο νησιά!

- Δεν ξέρω κανένα καράβι, απήντησε διά μορμυρισμού ο γερο-Μαθινός.

Η θεια-Σκεύω δεν ήκουσε τι είχεν ειπεί, κι εξηκολούθησε να φωνάζει:

- Το καράβι, μαστρο-Δημήτρη, εκεί αντίκρυ είν’ αραμένο. Πότε ήρθε; Και γιατί ν’ αράξει εκεί;

Ο γερο-Μαθινός επανέλαβεν:

- Εδώ δεν έχει καράβια, έχει βάρκες.

Εννοών βεβαίως εκείνας τας οποίας εναυπήγει αυτός.

Η Σκεύω ενόησεν ότι ο γέρων ναυπηγός δεν είχεν ιδεί το ορμούν ανοικτά προς το πέλαγος πλοίον, αλλ’ ουχ ήττον έκαμε τελευταίαν απόπειραν.

- Δεν είναι κανένα απ’ τα παιδιά μέσα στον ταρσανά, να ρωτήσω για το καράβι;

Αλλ’ ο γερο-Μαθινός είχε κύψει εκ νέου εις το έργον του, και ήρχισε να πελεκά το στραβόξυλον.

Η Σκεύω έμεινεν εις το παράθυρον, εξακολουθούσα να κοιτάζει απλήστως προς το πέλαγος. Ητοιμάζετο δε ν’ αποσυρθεί, και ωρίμαζε νοερώς το σχέδιόν της, τίνι τρόπω να λάβει πληροφορίας. Την ιδίαν στιγμήν, είς των υιών του γερο-Μαθινού, όστις ευρίσκετο εντός του κτιρίου, εξήλθε του αρσανά και ανέβλεψε προς τον οικίσκον της γραίας Σκεύως.

- Γιώργο, παιδί μου, του εφώναξεν η γραία, είδες εκείνο το καράβι;

Ο νέος ανέβη εις έν ύψωμα, έβαλε την χείρα του προσκόπιον εις τους οφλαλμούς, κι εκοίταξε.

- Πρέπει να ήρθεν απόψε κι άραξε, απήντησεν· εψές το βράδυ δεν ήτον φτασμένο.

- Και γιατί ν’ αράξει εκεί; ηρώτησεν η Σκεύω.

- Είπαν πως θελά κάμουν τον Τσουγριά λαζαρέτο, απήντησεν ο Γιώργος.

- Τότε το καράβι είναι σπόρκο;

- Χωρίς άλλο είναι σπόρκο.

- Και το γνωρίζεις ποιο είναι;

- Δεν είναι δικό μας, απήντησεν ο Γιώργος.

Και αφού είπε τούτο, κατέβη από το ύψωμα, και επανήλθεν εις το ναυπηγείον του.

Εις την γραίαν Σκεύω δεν ήρκεσαν αι πληροφορίαι αύται, αλλ’ απεφάσισεν ευθύς να καταβεί εις τον Κάτω Μαχαλάν, διά να ερωτήσει και μάθει τα τρέχοντα. Είχεν υποπτευθεί κατ’ αρχάς ότι το πλοίον εκείνο ήτο αυτό το εντόπιον βρίκιον, μέσα εις το οποίον ευρίσκετο ως λοστρόμος ο υιός της. Αλλ’ εάν ήτο πράγματι εκείνο, το οξύ βλέμμα του νεαρού ναυπηγού θα το ανεγνώριζε, και ο υιός του γερο-Μαθινού δεν είχε προφανώς κανέν συμφέρον διά να κρύψει την αλήθειαν από την γηραιάν γειτόνισσάν του. Ουχ ήττον η Σκεύω ήτο ανήσυχος, και κάτι της έλεγεν ότι θα λάβει ταχέως ειδήσεις.

Η γραία ησχολήθη επί δύο ώρας εις οικιακά έργα·είτα εσηκώθη, εξήλθεν, εκλείδωσε την πόρταν της, και εκίνησε να υπάγει εις την κάτω συνοικίαν της πόλεως. Αλλά δεν είχε προχωρήσει ολίγα βήματα, και σχεδόν δεν είχε πλέον ανάγκην να υπάγει μακρύτερα.

Εις την μέσην του δρόμου, διακόσια βήματα από τον μικρόν οικίσκον της, ήτο το σταυροδρόμι, και σιμά εις το σταυροδρόμι ήτο ο φούρνος της Ζαχαρούς. Και εις τον φούρνον, όστις ήναπτε δις και τρις της ημέρας, αυνηθροίζοντο όλαι αι γυναίκες της γειτονιάς, νεοΰπανδροι, χήραι και γραίαι, και ανεκοίνουν προς αλλήλας τα νέα της ημέρας, και ηρώτων και εμάνθανον και διηγούντο, και αβγάτιζαν και απόσωναν. Οι «αβγατίστρες» διέπρεπον εις την τέχνην του ν’ αβγατίζωσι και αμματίζωσι το στημόνι εις τον αργαλειόν, όταν το νήμα δεν έσωνε. Οι «αποσώστρες» εξείχον εις το επάγγελμα του ν’ αποσώνωσι διά συντόνου ραπτικής και ποικιλτικής τα προικιά της νύμφης, όταν επέκειτο ο γάμος, και ο γαμβρός, αφού έκαμε τον κακιωμένον επί εβδομάδας, είχε δηλώσει αποτόμως ότι την απάνω Κυριακήν ήθελε να στεφανωθεί. Αμφότερα τα επιτηδεύματα ταύτα τα μετέφερον ευκόλως εις τον φούρνον, όστις ήτο περίπου ό,τι το καφενείον διά τους ματαιοσχόλους των ανδρών, κι εκεί αβγάτιζαν όλας τας μικράς διαδόσεις, και απόσωναν όλας τας ατελείς διηγήσεις. Η δείνα εμάλωσε με τον άνδρα της. Η δείνα πρόκειται ν’ αρραβωνιασθεί με τον δείνα, αλλά τι εζήλευσε κι αυτός να πάρει από κείνη-δα κλπ. Η δείνα απασσάλωτη, δεν ηξεύρει να βολέψει το νοικοκυριό της. Αφήνει τα παιδιά της άνιφτα, κακομοιριασμένα, κλπ. Η άλλη ακόμη δεν εχρόνισεν ο άνδρας της, κι ετοιμάζεται να ξαναπανδρευθεί. Τοιαύτας ιστορίας, και άλλας πολύ σκανδαλωδεστέρας ηδύνατο ν’ ακούσει τις καθημερινώς, αν συνέβαινε να διέλθει από το σταυροδρόμι.

Η προπαρασκευή του φούρνου είχε πολλά στάδια. Μετά το κόλλημα, ή το διά κλάδων άναμμα, επήρχετο το πάνισμα, είτα βραδέως ηκολούθει το φούρνισμα, το φράξιμον, το ψήσιμον και τέλος το ξεφούρνισμα. Η προετοιμασία των άρτων είχεν, εκτός του ζυμώματος, το οποίον ενηργείτο κατ’ οίκον, άλλους τόσους σταθμούς εκτελουμένους παρ’ αυτόν τον φούρνον. Ήτο το κουβάλημα από το σπίτι, κάποτε το ξεροζύμωμα, ακολούθως το πλάσιμον και κατόπιν το φούρνισμα. Από το κόλλημα έως το πάνισμα του φούρνου και από το πλάσιμον έως το φούρνισμα των ψωμιών, τα εν τω μεταξύ κενά διαστήματα διά τίνος άλλου υλικού θα επληρούντο ειμή διά της κακολογίας;

Την ημέραν εκείνην η ομήγυρις, καίτοι ως συνήθως πλήθουσα και θορυβώδης, ήτο κάπως σοβαρωτέρα. Είχον διαδοθεί προ δύο ή τριών ημερών τα περί οπτασιών θαυμάσια θρυλήματα. Είτα είχεν ακουσθεί η χολέρα, και αι γυναίκες είχον μάθει και διηγούντο, μόνον ότι τα εχρωμάτιζον επί το μυθολογικώτερον, τα μέτρα τα οποία είχον διατάξει αι κεντρικαί αρχαί, και είχαν αρχίσει να εφαρμόζωσιν αι τοπικαί, προς καταπολέμησιν του απειλούντος φοβερού δεινού. Το δημοτικόν συμβούλιον – η δωδεκάδα, ως έλεγον αι γυναίκες – είχε ψηφίσει συνδρομήν εκ του δημοτικού ταμείου δι’ υγιεινά μέτρα, και είχε συστήσει περισσοτέραν καθαριότητα εις τους κατοίκους. Ο δήμαρχος την προτεραίαν είχε κηρύξει επιχόλερον την νήσον Μεγάλον Τσουγκριάν, εις την οποίαν είχον καταπλεύσει χθες δύο ή τρία τρεχαντήρια και βρατσέραι εξ επιχολέρων μερών. Τα πλοία ταύτα ήσαν αραγμένα εντός του όρμου του Αγίου Φλώρου, και διά τούτο δεν ήσαν ορατά από της πολίχνης. Σήμερον δε το πρωί –την νύκτα, προς τα εξημερώματα -, είχε φθάσει μέγα πλοίον, καράβι, εκ Κωνσταντινουπόλεως, όπου, ως φαίνεται, έκαμνε μεγάλην φθοράν η χολέρα, και είχεν αράξει δίπλα εις τον Μεγάλον Τσουγκριάν, προς το δυτικόν μέρος, ανάμεσα εις τα δύο αδελφά νησάκια. Το πλοίον τούτο ήτο πλήρες επιβατών εκ Κωνσταντινουπόλεως, εκ των οποίων πολλοί ήσαν χολεριώντες. Κατά τον διάπλουν είχον αποθάνει δύο τρεις, και το πλήρωμα ηναγκάσθη να ρίψει τους νεκρούς εις την θάλασσαν. Αλλ’ είς των τεθνεώτων, προσέθετον επί το θαυμασιώτερον αι γυναίκες, την στιγμήν καθ’ ην τον είχον ρίψει εις την θάλασσαν, ενώ διεπέρα το κενόν εζωντάνευσε, και κατηράσθη τους ναύτας «από τη χολέρα να μη γλυτώσουν». Τούτο δε, διότι τους κακοφαίνεται τους νεκρούς να τους ρίπτωσιν εις το κύμα. Ο καλός Χριστιανός πρέπει να ταφεί εις το χώμα, και το χώμα ν’ αγιασθεί με λάδι και με νερόν. Ο ιερεύς πρέπει να του είπει: «Γη ει και εις γην απελεύση», και να θέσει επί του προσκεφαλαίου κεραμίδι, επάνω εις το οποίον έχει χαράξει τον Σταυρόν με το ΙΣ. ΧΣ. ΝΙ-ΚΑ, διά να λυώσει το κορμί του, και τα κόκκαλά του να περιμένουν την κοινήν ανάστασιν.

Την στιγμήν καθ’ ην είχον απολύσει τον χολεριώντα από τας χείρας των, οι σύντροφοι του καραβιού, ενόησαν κάπως ότι ο νεκρός είχε ζωντανεύσει, αλλά δεν ήτο πλέον καιρός να τον κρατήσωσι. Καθώς ήτον, με σιδηρούν βάρος κρεμάμενον από του λαιμού, μόλις ήγγισε το κύμα, και πάραυτα επήγεν εις τον πάτον. Ήκουσαν την απαισίαν κραυγήν του, και συγχρόνως έγινεν άφαντος. Ο άτυχος, είχεν αποθάνει δύο θανάτους, τον ένα από την χολέραν, τον άλλον από την άθεσμον ταφήν. Αλλ’ ιδού ότι τώρα υπέκειντο και αυτοί εις την αράν να γευθώσι δις τον θάνατον, κινδυνεύοντες ν’ αποθάνωσι προώρως από τον φόβον, πριν αποθάνωσιν οριστικώς από την χολέραν.

Εξ όλων τούτων η θεια-Σκεύω η Γιαλινίτσα έμαθεν αρκετά ώστε να πιστεύσει ότι το πλοίον, το οποίον είχεν ιδεί αντικρύ, ήτο ξενικόν, ότι επομένως δεν ήτο εκείνο το οποίον αυτή επερίμενεν, ότι η χολέρα εθέριζε πράγματι εις την Πόλιν, και ότι ο υιός της, αν ήτο υγιής, ήτο πολύ πιθανόν να φθάσει σήμερον ή αύριον με το καράβι το εντόπιον, και ότι εξ ανάγκης θα έμενεν επί ημέρας εις καραντίναν. Ουχ ήττον επειδή δεν έτρεφεν απόλυτον εμπιστοσύνην εις τας πληροφορίας του φύλου της, απεφάσισε να υπάγει παρακάτω, διά να μάθει περισσότερα.

Ενώ ητοιμάζετο ν’ απέλθει, έξαφνα ακούεται οξεία και διάτορος γυναικεία φωνή, θόρυβος, κλαύματα και λυγμοί ερχόμενοι έκ τινος οικίας, ολίγον απωτέρω του φούρνου κειμένης. Η Ζαχαρού η φουρνάρισσα, ήτις είχε πιάσει την στιγμήν εκείνην το φουρναρόξυλον διά να πανίσει τον φούρνον, το αφήκεν αποτόμως και έτρεξε να ίδει τι συνέβαινε.

Η Λενιώ η Γαρμπίνα, ήτις έπλαττε την στιγμήν εκείνην επί του σανιδίου την πίτταν της την αλειψήν, την άφησε μισοπλασμένην κι εβγήκεν έξω από το υπόστεγον προαύλιον του φούρνου διά να μάθει τα τρέχοντα. Η Μαρία η Πεπερού, η οποία είχεν εισέλθει αρτίως φέρουσα τα ψωμιά της, ακολουθουμένη από την επταετή κόρην της, το Δεσποινιώ, βαστάζουσαν επίσης λοπάδα με ψωμίον ανεβατόν, απέθεσεν απροσέκτως τας πηλίνας λεκάνας είς τινα γωνίαν, με κίνδυνον να σπάσει τας λεκάνας, να σκορπίσει εις το χώμα τα ψωμιά, και το παράδειγμα τούτο έσπευσε να μιμηθεί η κόρη της, ρίψασα κάτω μετά δούπου την γαβάθαν, και αμφότεραι έτρεξαν έξω εις τον δρόμον, πρώτη η μάννα, κατόπιν η κόρη, αφήσασαι οπίσω την Ζαχαρού την φουρνάρισσαν, ήτις δεν απεμακρύνθη από την θύραν του προαυλίου, και την Λενιώ την Γαρμπίναν, ήτις προυχώρησε μόνον είκοσι βήματα από τον φούρνον, και όλαι έβλεπον απλήστως προς το μέρος όθεν ήρχοντο αι φωναί. Η Βγενιώ η Αλαφίνα, ήτις εξεροζύμωνε την πίτταν της επί του σανιδίου, την άφησεν αξεροζύμωτην, κι έφυγε τρέχουσα, υψηλή, αμαζονοειδής, λυσίκομος, προσπεράσασα ταχέως την Μαρίαν την Πεπερού, ως και την Δεσποινιώ, ήτις εν τω μεταξύ είχε προσπεράσει την μητέρα της. Αι τρεις έτρεχον, προηγούμεναι του στρατεύματος των γυναικών, αίτινες όλαι απεμακρύνθησαν περισσότερον ή ολιγώτερον από τον φούρνον, διά ν’ ανακαλύψωσι το μέρος, όθεν ηκούσθη ο θόρυβος, και μάθωσι τάχιστα τι συνέβαινεν.

Ο Γιάννης ο Πούπουλας, όστις είχεν ανοίξει προ μηνών εις την γωνίαν, αντικρύ του φούρνου μικρόν καπηλείον με είδη τινά της μπακαλικής, και ητοιμάζετο να το κλείσει δι’ έλλειψιν πελατών, εξήλθε του καπηλείου, με την ποδιάν του άπλυτον εμπρός, με τα χέρια οπίσω, και εσουλατσάριζεν επί του λιθοστρώτου. Δεν του έκαμνε καρδιά ν’ απομακρυνθεί περισσότερον από το μαγαζί του, αλλά τα όμματά του και τα ώτα του ήσαν προς το μέρος όθεν ήρχοντο αι κραυγαί. Εν τω μεταξύ δύο μοσχομάγκαι του δρόμου, ο Μιχάλης, ο υιός της Πεπερούς, δωδεκαετής, και ο Αλέξης, ο κληρονόμος της Βγενιώς της Αλαφίνας, δεκαετής, εισήλθον σιγά-σιγά, ξυπόλυτοι, εις το καπηλείον, και ο μεν Αλέξης εφύλαγε καραούλι εις την θύραν, ο δε Μιχάλης έλαβε την βοτίλιαν της μαστίχας από το τεζάχι, και ήρχισε να πίνει ηδονικώς εις μεγάλας δόσεις. Είτα έδωκε την βοτίλιαν εις τον Αλέξην, και αυτός, αντί να φυλάξει εις την θύραν καραούλι, με την αράδα, κατά την συμφωνίαν, διά το ασφαλέστερον, ετράπη εις φυγήν, κτυπήσας μάλιστα τους πόδας θορυβωδώς επί του λιθοστρώτου. Αλλ’ ο θόρυβος ούτος ήρκεσε να εξυπνίσει τον Γιάννην τον Πούπουλαν, και δεν θ’ ανεκάλυπτε ποτέ την κλοπήν, αν ο Αλέξης φοβηθείς εκ της φυγής του Μιχάλη, και εκ του κρότου τον οποίον έκαμεν ούτος, σαστισμένος, δεν έκαμνε νέον θόρυβον, αποθέσας με τρομώδη χείρα την βοτίλιαν επάνω εις το τεζάχι, ώστε ολίγον έλειψε να την σπάσει. Τότε ο Γιάννης ο Πούπουλας, έσπευσε να συλλάβει τον Αλέξην, τον ολιγώτερον ένοχον, ως πολλάκις συμβαίνει, και αφού του ετράβηξε τα αυτιά, και του έδωκε δύο κολάφους, τον έσπρωξε βιαίως έξω του καπηλείου.

Εις το απέναντι του καπηλείου παράθυρον είχε προκύψει ωχρά μορφή γυναικός. Ήτο η κυρα-Σωτήραινα, η ημίπληκτος, παθούσα προ μηνών εκ μερικής παραλυσίας, και διατελούσα κλινήρης. Είχεν ακούσει και αυτή τας κραυγάς και τον θόρυβον, και ανασηκωθείσα μετά κόπου από την κλίνην της, εσύρθη μέχρι του παραθύρου, επιθυμούσα να μάθει τι συνέβαινεν. Απηυθύνετο εις τον κάπηλον και εις τας γυναίκας τας εξελθούσας από τον φούρνον:

- Τι είναι; Τι τρέχει;

Αλλ’ αι γυναίκες δεν ήξευρον και αυταί να την πληροφορήσωσι τίποτε.

- Τι είναι; επανέλαβε πάλιν.

- Δεν ξέρω κι εγώ, είπεν ο κάπηλος, όστις εσυλλογίζετο ότι τα δύο παιδία –διότι ο Αλέκος είχε μαρτυρήσει τον Μιχάλην– θα του έπιον ως δεκαπέντε λεπτών μαστίχα.

Εν τούτοις ο θόρυβος κοπάσας προς στιγμήν, επανελήφθη πάλιν, και ηκούοντο λυγμοί και θρηνώδεις κραυγαί εν μέσω των οποίων διεκρίνοντο αι λέξεις: Ωχ! αλλοίμονο· τι να γένω;

- Τι είναι; Τι τρέχει, δε μου λέτε; επανέλαβεν ανυπομονούσα από του παραθύρου η ημίπληκτος.

Ουδείς ηδύνατο να την πληροφορήσει.

- Δεν είναι κανένας χριστιανός να μου πει τι τρέχει; επανέλαβεν εν νευρική εξάψει η κυρα-Σωτήραινα.



Για το υπόλοιπο του διηγήματος ανατρέξτε στους παρακάτω συνδέσμους:

Βαρδιάνος στα σπόρκα - 2η συνέχεια

Βαρδιάνος στα σπόρκα - 3η συνέχεια

Βαρδιάνος στα σπόρκα - 4η συνέχεια

Βαρδιάνος στα σπόρκα - 5η συνέχεια

Βαρδιάνος στα σπόρκα - 6η και τελευταία συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: